Subject | English | Greek |
transp., nautic. | bargeman's mate | ναυτόπαις φορτηγίδας |
transp. | boatswain's mate | βοηθός ναύκληρου |
transp. | boatswain's mate | βοηθός λοστρόμου |
transp., nautic. | certification as chief mate | πιστοποιητικό υποπλοιάρχου |
transp. | chief mate | υποπλοίαρχος |
transp. | chief mate | δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
transp. | chief mate on a ship | υποπλοίαρχος |
fin., polit., food.ind. | extracts, essences or concentrates of coffee, tea or maté and preparations with a basis of those extracts, essences or concentrates | εκχυλίσματα ή συμπυκνωμένα αποστάγματα καφέ, τσαγιού ή ματέ και παρασκευάσματα με βάση τα εκχυλίσματα ή τα αποστάγματα αυτά |
lab.law., transp. | first mate | δεύτερος |
gen. | first mate of vessel | αξιωματικός Α'; πλοίαρχος Α' |
commun. | mate cell | συγκυψέλη |
IT | mate color | συζευγμένο χρώμα |
IT | mate colour | συζευγμένο χρώμα |
transp. | mate's receipt | απόδειξη υποπλοιάρχου για την παραλαβή φορτίου |
market., agric. | mate through A.I. | κάνω τεχνητή σπερματέγχυση |
transp., nautic. | sea-going service as chief mate | υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία με ειδικότητα υποπλοιάρχου |
ed., transp., nautic. | second mate | αξιωματικός Β'; πλοίαρχος Β' |
transp. | steward's mate | βοηθός θαλαμηπόλου |
ed., transp., nautic. | third mate | αξιωματικός Γ'; πλοίαρχος Γ' |
med. | uterine contents of female mates | περιεχόμενο της μήτρας των θηλυκών |
med. | Yerba Maté | ελαιόπρινο το παραγουαϊανό |
med. | Yerba Maté | ματέ |