DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing major | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Control of Industrial Major Accident Hazards Regulationsκανονισμός για τον έλεγχο των κινδύνων που προκύπτουν από μείζονα βιομηχανικά ατυχήματα
Handbook for police and security authorities concerning cooperation at major events with an international dimensionεγχειρίδιο για τις αστυνομικές αρχές και τις αρχές ασφαλείας όσον αφορά τη συνεργασία σε σημαντικά γεγονότα με διεθνή διάσταση
major health scourgesμεγάλες μάστιγες
major health scourgesμεγάλες πληγές της ανθρωπότητας
major offenceπαράβαση μεγάλης κλίμακας
vis majorπερίπτωση ανωτέρας βίας (force majeure)
vis majorανωτέρα βία (force majeure)