DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing major | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Committee for implementation of the directive on the control of major-accident hazards involving dangerous substancesΕπιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλον ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες
Committee of Competent Authorities on Major Accident Hazardsεπιτροπή αρμοδίων αρχών για τους κινδύνους βαρέων ατυχημάτων
debate on topical and urgent subjects of major importanceσυζήτηση επί επικαίρων,επειγόντων και σημαντικών θεμάτων
identity and participations of major shareholdersταυτότητα και συμμετοχές των κυριότερων μετόχων
major centres of economic and commercial activityμεγάλοι πόλοι οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας
major chemical hazardμείζων χημικός κίνδυνος
Major control changeΜείζων αλλαγή ελέγχου
major emergencyμείζων κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Major Generalυποστράτηγος
major infrastructureμεγάλα έργα υποδομής
major manageable accidentμείζον διαχειρίσιμο ατύχημα,μείζον ατύχημα με περιορισμένες επιπτώσεις
major nuclear attackπυρηνική επίθεση μεγάλης κλίμακας
major nuclear attackμείζων πυρηνική επίθεση
major planetsεξωτερικοί πλανήτες ή μεγάλοι πλανήτες
major regional conflictσύρραξη ευρείας κλίμακας
major seizuresσπoυδαίες κατασ?έσεις? κυριώτερες κατασ?έσεις
major theatre warσύρραξη ευρείας κλίμακας
supervision of major shareholdersεποπτεία των μεγάλων μετόχων