DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Construction containing main | all forms | exact matches only
EnglishGreek
fixing main girders to columnsστερέωση κυρίων δοκών σε κολώνες
main and branch rampsκύριες και διακλαδούμενες ράμπες
main and branch rampsκύρια και διακλαδούμενα κεκλιμένα επίπεδα
main beamκύρια δοκός
main drainκύριος αγωγός αποστραγγίσεως
main drainσυλλεκτήριο στραγγιστήρι
main frameκύριο πλαίσιο
main girderκύρια δοκός
main lateralπρωτεύουσα διώρυξ πρώτου βαθμού
main operating rodαναρτήρας
main spanκύριο άνοιγμα
main trussκύρια δοκός
main wallπρωτότοιχος
main water canalκύριος αγωγός
main water canalκύρια διώρυγα
pipe mainπροσαγωγός διώρυγα
point of mainκέντρο ανάπτυξης
point of mainπόλος ανάπτυξης