DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Information technology containing main | all forms | exact matches only
EnglishGreek
main dictionaryκύριο λεξικό
main dictionaryβασικό λεξικό
main directoryκύριος κατάλογος αρχείων
main documentστερεότυπο έγγραφο
main documentκύριο έγγραφο
main entry of a table of contentsκύριο θέμα ενός πίνακα περιεχομένων
main entry of a table of contentsκύρια εισαγωγή ενός πίνακα περιεχομένων
main fileεπιτελής φάκελος
main fileκύριο αρχείο
main fileεπιτελής αρχειοφάκελος
main fileκύριος φάκελος
main fileκύριος αρχειοφάκελος
main fileεπιτελές αρχείο
main fuse alarmσυναγερμός κύριας ασφάλειας
main index entryκύριο θέμα ευρετηρίου
main index entryκύρια εισαγωγή ευρετηρίου
main index fileκύριο αρχείο ευρετηρίου
main line terminalτερματικό κύριας γραμμής
main memoryκύρια μνήμη
main operationΚύρια λειτουργία
main pathΚύριος διάδρομος
main programΚύριο πρόγραμμα
main segmentτμήμα
main segmentρίζα
main-station codeκωδικός κύριου σταθμού
main-station numberκωδικός κύριου σταθμού
main storageεσωτερική μνήμη
main storageπρωτεύουσα μνήμη
main storageεσωτερική αποθήκευση
main storageκεντρική μνήμη
main storageκύρια μνήμη
main storage partitionΔιαίρεση σε τμήματα της κύριας μνήμης,περιοχή κύριας κύριας
main time clockκύριος χρονιστής
main time clockκύριο ρολόι
main transit centerκύριο διαβατικό κέντρο
main transit centreκύριο διαβατικό κέντρο
mains/battery powered calculatorαριθμητικός υπολογιστής μικτής τροφοδοσίας
mains-powered calculatorαριθμητικός υπολογιστής τροφοδοσίας από δίκτυο
mains voltageτάση ηλεκτρικού δικτύου
return to the main menuεπιστροφή στον κύριο κατάλογο επιλογών