DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing licence | all forms | exact matches only
EnglishGreek
credit institution's licenceάδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος
driving licenceάδεια οδήγησης
European driving licenceευρωπαϊκή άδεια οδήγησης
export licenceάδεια εξαγωγής
fishing licenceάδεια αλιείας
import licenceάδεια εισαγωγής
know-how licenceάδεια εκμετάλλευσης διπλώματος τεχνογνωσίας
passport fees,driving test and licence feesπαράβολα διαβατηρίων,παράβολα εξετάσεων και αδειών οδήγησης
patents licenceάδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας
release on licenceυφ' όρον απόλυση
the High Authority is empowered to supervise the verification of these licencesη Aνωτάτη Aρχή έχει την εξουσία να επιβλέπει τον έλεγχο των εν λόγω αδειών
trade licenceάδεια εμπορίας
transport licenceάδεια μεταφοράς
vehicle licence/log bookάδεια κυκλοφορίας οχήματος