Subject | English | Greek |
social.sc., ed. | Accreditation of Prior and Experiential Learning | αναγνώριση προηγούμενων και εμπειρικών γνώσεων |
ed. | active learning | ενεργός μάθηση |
ed. | adult learning | εκπαίδευση των ενηλίκων |
ed. | Advanced Distance Learning | προηγμένη τηλεδιδασκαλία |
ed., IT | advanced learning technology | προηγμένη τεχνολογία μάθησης |
ed. | advanced open learning concept | προηγμένο σύστημα ανοικτής μάθησης |
ed., IT | advanced technique to support learning | προηγμένη επικουρική τεχνική της μάθησης |
ed. | area of life-long learning | χώρος διά βίου μάθησης |
IT | associative learning | συσχετιστική εκμάθηση |
empl. | bench-learning | συγκριτική μάθηση |
ed., IT | blended learning | μικτή μάθηση |
ed., IT | code for good design of learning products | κώδικας καλού σχεδιασμού των προϊόντων της τεχνολογίας της μάθησης |
ed. | Common European Framework of Reference for Languages: Learning, Teaching, Assessment | Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τα γλωσσικά προσόντα: μάθηση, εκπαίδευση, αξιολόγηση |
ed., IT | common learning communication environment | κοινό περιβάλλον επικοινωνιών για σκοπούς μάθησης |
IT | competitive learning | συναδελφική εκμάθηση |
IT | competitive learning architecture | συναδελφική αρχιτεκτονική εκμάθησης |
IT | computer aided remote learning | εκπαίδευση εξ αποστάσεως με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer-aided learning | εκμάθηση με υπολογιστή ; μάθηση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | computer-assisted learning | εκμάθηση με υπολογιστή ; μάθηση με τη βοήθεια υπολογιστή |
IT | concept learning | εννοιολογική μάθηση |
ed. | content and language integrated learning | διδασκαλία μη γλωσσικού μαθήματος μέσω μιας ξένης γλώσσας |
IT, dat.proc. | creation by learning | διαλεκτική δημιουργία |
ed. | culture of learning | κουλτούρα της μάθησης' νοοτροπία που ευνοεί τη μάθηση |
ed. | deductive approach to learning | παραγωγική προσέγγιση στη μάθηση |
ed., R&D. | Developing European Learning through Technological Advance | Ανάπτυξη των μεθόδων μάθησης στην Ευρώπη με τη βοήθεια των προηγμένων τεχνολογιών |
ed., nat.sc. | Developing European Learning through Technological Advance | Ανάπτυξη της μαθητείας στην Ευρώπη μέσω της χρήσης προηγμένων τεχνολογιών |
ed. | distance learning | εξ αποστάσεως εκπαίδευση |
ed., IT | distance learning | τηλεμάθηση |
ed. | distance learning | τηλεμαθήματα |
ed. | distance learning | τηλεκατάρτιση ; εξ αποστάσεως κατάρτιση ; |
ed. | distance learning | τηλεμαθητεία |
ed. | distance learning | τηλεδιδασκαλία |
ed. | distance learning | σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου δι'αλληλογραφίας |
ed. | distance learning | σπουδές από απόσταση |
econ. | distance learning | διδασκαλία εξ αποστάσεως |
IT | distant learning service | υπηρεσία τηλεμάθησης |
ed. | distributed learning system | κατανεμημένο σύστημα μάθησης |
ed. | e-learning | ηλεκτρονική μάθηση |
ed., commun. | e-learning | ηλεκτρονική εκπαίδευση |
ed., commun. | e-learning | εκπαίδευση on line |
polit. | E-Learning Unit | Μονάδα Ηλεκτρονικής Κατάρτισης |
IT | ease of learning | ευμάθεια |
ed. | Electronic Platform for Adult Learning in Europe | ηλεκτρονική πλατφόρμα για την εκπαίδευση ενηλίκων στην Ευρώπη |
gen. | European Police Learning Net | Ευρωπαϊκό Δίκτυο Αστυνομικής Εκπαίδευσης |
ed. | European qualifications framework for lifelong learning | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγελματικών προσόντων |
ed. | European qualifications framework for lifelong learning | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη δια βίου μάθηση |
ed. | European Year of Lifelong Learning | Ευρωπαϊκό ΄Ετος Εκπαίδευσης και Κατάρτισης κατά τη διάρκεια όλου του βίου |
ed. | European Year of Lifelong Learning | Ευρωπαϊκό έτος της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης |
social.sc., ed. | European Year of Lifelong Learning | ευρωπαϊκό έτος της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης |
ed. | flexible learning | ευέλικτη εκπαίδευση |
ed. | flexible learning system | ελαστικό σύστημα μάθησης |
social.sc., ed. | formal learning | τυπική μάθηση |
ed. | global learning | σφαιρική γνώση |
med. | Hebbian learning rule | κανόνας εκμάθησης Hebbian |
med. | Hull method of learning | μέθοδος εκμάθησης Hull |
IT | incremental learning | επαυξάνουσα εκμάθηση |
ed. | individualised learning | εξατομικευμένη μάθηση |
IT | inductive approach to learning | επαγωγική προσέγγιση στη μάθηση |
IT | inductive learning | επαγωγική εκμάθηση |
IT | inductive learning | εκμάθηση από επαγωγικό συμπέρασμα |
social.sc., ed. | informal learning | άτυπη μάθηση |
IT, dat.proc. | interactive learning | διαλογική μάθηση |
ed. | interactive learning system | εκπαιδευτικό σύστημα σε αλληλεπίδραση |
gen. | Internet-based Advanced Distance Learning System | σύστημα διαδικτυακής τηλεδιδασκαλίας |
ed., IT | Internet-based distance learning | τηλεδιδασκαλία μέσω διαδικτύου |
gen. | Internet-Based Distance Learning System | σύστημα διαδικτυακής τηλεδιδασκαλίας |
market. | learning ability | ικανότητα μάθησης |
ed. | learning achievements | μαθησιακό αποτέλεσμα |
ed. | learning attainments | μαθησιακό αποτέλεσμα |
IT, dat.proc. | learning by analogy | εκμάθηση κατ'αναλογία |
IT | learning by discovery | εκμάθηση χωρίς επιτήρηση |
IT | learning by discovery | εκμάθηση χωρίς διδάσκοντα |
IT | learning by discovery | εκμάθηση από παρατήρηση |
econ., ed. | learning by doing | διαδικασία εκμάθησης |
IT | learning by inductive inference | επαγωγική εκμάθηση |
IT | learning by taking advice | μάθηση μέσω συμβουλών |
ed. | learning citizen | εκπαιδευόμενος πολίτης |
ed. | learning costs | δαπάνες εκμάθησης |
IT, el. | learning curve | καμπύλη εκμάθησης |
el. | learning curve | καμπύλη μάθησης |
health. | learning disability | ολιγοφρενία |
social.sc. | learning disability | μαθησιακές δυσκολίες |
ed., IT | learning facility | μορφωτικές δυνατότητες |
IT | learning from examples | εκμάθηση από παραδείγματα |
IT | learning from examples | μάθηση μέσω παραδειγμάτων |
IT | learning from instruction | λήψη συμβουλής |
IT | learning from observation and discovery | εκμάθηση χωρίς επιτήρηση |
IT | learning function | λειτουργία μαθήτευσης |
ed., IT | learning hardware | υλικό μάθησης |
relig., ed. | learning in museums | μάθηση στα μουσεία |
IT | learning machine | αυτοπροσαρμοζόμενος υπολογιστής |
ed. | learning mobility | μαθησιακή κινητικότητα |
ed. | learning module | σπονδυλωτή διδασκαλία |
ed. | learning of a foreign language at an early age | από νεαρής ηλικίας εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας |
ed. | learning of a language, to learn a language | εκμάθηση μιας γλώσσας |
ed. | learning of languages | εκμάθηση γλωσσών |
ed. | learning outcomes | μαθησιακό αποτέλεσμα |
ed. | learning path | μαθησιακή διαδρομή |
ed. | learning pathway | μαθησιακή διαδρομή |
IT, dat.proc. | learning program | πρόγραμμα με δυνατότητα μάθησης |
gen. | learning provider | πάροχος μάθησης |
commun. | learning remote | τηλεμάθηση |
IT | learning rule | κανόνας εκμάθησης |
ed. | learning society | κοινωνία της γνώσης |
ed., IT | learning software | λογικό μάθησης |
ed., IT | learning support system | διδακτικό μέσο |
econ. | learning technique | μέθοδος εκμάθησης |
ed., IT | learning technology | τεχνολογία της μάθησης |
ed. | learning to learn | μεταγνωστικές ικανότητες |
gen. | learning voucher | κουπόνι μάθησης |
IT | learning without a teacher | εκμάθηση χωρίς επιτήρηση |
ed. | life-long learning | δια βίου μάθηση |
ed., empl. | lifelong learning | δια βίου μάθηση |
ed., empl. | lifelong learning | δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση |
ed. | Lifelong Learning Programme | ολοκληρωμένο πρόγραμμα διά βίου μάθησης |
ed. | life-wide learning | μάθηση που καλύπτει όλες τις πλευρές της ζωής |
ed., IT | machine learning | εκμάθηση μηχανής |
ed. | management of learning | διαχείριση της εκμάθησης |
ed., commun. | multimedia distance learning | επιμόρφωση εξ αποστάσεως μέσω πολλαπλών μέσων επικοινωνίας |
ed., IT | multimedia distance learning | τηλεμάθηση πολλαπλών μέσων |
ed., lab.law. | mutual learning | αμοιβαία μάθηση |
social.sc., lab.law., empl. | Mutual Learning Programme | πρόγραμμα αμοιβαίας μάθησης |
social.sc., ed. | non-formal learning | μη τυπική μάθηση |
social.sc., ed. | ongoing process of social learning | συνεχής κοινωνική μάθηση |
ed., IT | on-line European learning resource directory | συνεχώς συνδεδεμένο ευρωπαϊκό ευρετήριο των πηγών πληροφοριών για τη μάθηση |
ed. | on-line learning | ηλεκτρονική μάθηση |
ed. | open and distance education and learning | ανοικτή και από απόσταση εκμάθηση και εκπαίδευση |
ed. | open and distance education and learning | ανοικτή και εξ αποστάσεως εκμάθηση και εκπαίδευση |
ed. | open and distance learning | ανοικτή εξ αποστάσεως εκπαίδευση |
ed. | open and distance learning | ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση |
ed. | open learning | ανοικτή μαθητεία |
ed. | open learning service | υπηρεσία ανοικτής μάθησης |
ed., IT | open learning system | ευέλικτο σύστημα μάθησης |
fin., industr. | organisational learning | εκμάθηση των δυνατοτήτων του οργανισμού |
IT | peer learning | ομαδική μάθηση |
ed. | peer learning | αλληλοδιδαχή ομολόγων |
ed. | personalised learning | εξατομικευμένη μάθηση |
IT | positive Hebbian learning | θετική εκμάθηση Hebbian |
health. | profound and multiple learning disabilities | πολυαναπηρίες |
econ. | programmed learning | αυτοματοποιημένη διδασκαλία |
social.sc., ed. | recognition of prior learning | αναγνώριση προηγούμενων και εμπειρικών γνώσεων |
ed. | reflective learning | αναστοχαστική μάθηση |
IT | reverse learning | αντίστροφη εκμάθηση |
IT | rote learning | εκμάθηση με επανάληψη |
IT, dat.proc. | self-learning | αυτοεκπαιδευόμενος |
IT | self-learning computer | αυτοδιδασκόμενος υπολογιστής |
IT | self-learning management system | αυτορρυθμιζόμενα συστήματα διαχείρισης |
IT, mech.eng. | self-learning robot | αυτοδιδασκόμενο ρομπότ |
ed., IT | smart learning aid | έξυπνο διδακτικό βοήθημα |
IT | spontaneous learning | στιγμιαία εκμάθηση |
med. | state-dependent learning | μαθητεία συνδεόμενη με την φυσική ή ψυχολογική κατάσταση |
social.sc., ed. | strategy for lifelong learning | στρατηγική της διά βίου μάθησης |
IT | telematic service for learning | υπηρεσία τηλεματικής στον τομέα της εκπαίδευσης |
ed. | Trans-European flexible learning service | διευρωπαϊκή υπηρεσία ελαστικής μαθητείας |
IT | unsupervised learning | εκμάθηση χωρίς επιτήρηση |
ed. | White Paper on lifelong learning | Λευκό βιβλίο για την εκπαίδευση και τη δια βίου κατάρτιση |
ed. | workplace learning | μάθηση στο χώρο εργασίας |
ed. | workplace-based learning | μάθηση στο χώρο εργασίας |