DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing large | all forms | exact matches only
EnglishGreek
large aluminium electrolytic capacitorηλεκτρολυτικός πυκνωτής αλουμινίου μεγάλου μεγέθους
large exposureμεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα
large exposure bankτράπεζα με υπερβολική δανειοδοτική λειτουργία
large exposuresμεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα
large-exposures DirectiveΟδηγία περί μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων
large financial sector entityμεγάλη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα
large industrial and commercial risksυψηλοί κίνδυνοι στο βιομηχανικό και εμπορικό τομέα
large risksμεγάλοι κίνδυνοι
large-scale distributorsμεγάλοι διανομείς
large shareholderμεγάλος μέτοχος
large-value net settlement systemσύστημα συμψηφισμού μεγάλων ποσών
large-value payment systemσύστημα πληρωμής μεγάλων ποσών
larger overlap of operating timeμεγαλύτερη επικάλυψη στις ώρες λειτουργίας
larger overlap of operating timeμεγαλύτερη αλληλοεπικάλυψη ωραρίων εργασίας
market in large-risk insuranceαγορά των μεγάλων κινδύνων
processing of large-value paymentsεπεξεργασία πληρωμών μεγάλων ποσών
to take on a large position in a financial instrument, etc.αναλαμβάνω σε μεγάλες ποσότητες χρηματοοικονομικό μέσο, κλπ.