DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing hold | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agricultural holdingαγροτική εκμετάλλευση
agricultural holdingαγροτική επιχείρηση
agricultural holdingεκμετάλλευση
agricultural holdingγεωργική εκμετάλλευση
area of holdingεπιφάνεια εκμετάλλευσης
commercial holdingσυμμετοχή σε εμπορική επιχείρηση
deposits which the insurers hold in the name of the insuredκαταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων
foreign-held balancesρευστά διαθέσιμα διακρατούμενα στο εξωτερικό
forestry holdingδασική εκμετάλλευση
head of agricultural holdingεπικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης
holding companyχόλντινγκ
holding expressed in foreign currencyσυμμετοχή που έχει εκφρασθεί σε συνάλλαγμα
holding of two jobsδιπλή απασχόληση
industrial holdingβιομηχανική συμμετοχή
large holdingμεγάλη γεωργική εκμετάλλευση
long-term industrial holdingμακροπρόθεσμη συμμετοχή στο βιομηχανικό τομέα
majority holdingπλειοψηφική συμμετοχή
medium-sized holdingγεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους
mini-holdingμικροφούντιο
multiple office holdingσυγκέντρωση αξιωμάτων
public stock-holding for food security purposesδημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας
semi-subsistence agricultural holdingεκμετάλλευση ημιεπιβίωσης
stocks held by certain market regulatory organisationsαποθέματα που κρατούνται από οργανισμούς για τη ρύθμιση της αγοράς
stocks held by certain market regulatory organisationsαποθέματα που κατέχει το δημόσιο
stocks held by users or by wholesalers or retailersαποθέματα που κρατούνται από τους χρήστες,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές
temporary minority holdingπροσωρινό μερίδιο μειοψηφίας