DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Industry containing fuel | all forms | exact matches only
EnglishGreek
dual fuel fired furnaceΦούρνος δυο καυσίμων
fuel flowροή καυσίμου
fuel injectionψεκασμός του καυσίμου
fuel injection systemεξοπλισμός ψεκασμού του καυσίμου
fuel restricted approvalέγκριση περιορισμένης κλίμακας καυσίμου
fuel supply pumpαντλία παροχής καυσίμου
glass-to-fuel ratioαναλογία γυαλιού προς καύσιμα
glass-to-fuel ratioΣχέση γυαλιού προς καύσιμα
jet fuelειδικό καύσιμο αεριωθουμένων
oxy-fuel burnerκαυστήρας καυσίμου οξυγόνου