DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Energy industry containing fuel | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Advisory Committee on the Management of Demonstration Projects on Liquefaction and Gasification of Solid FuelsΣυμβουλευτική Επιτροπή για τη Διαχείριση των Προγραμμάτων Επίδειξης - Υγρο- ποίηση και Αεριοποίηση των Στερεών Καυσίμων
alcohol-based fuelκαύσιμο με βάση το οινόπνευμα
alkaline fuel cellαλκαλική μπαταρία
aviation and marine bunker fuelκαύσιμα για διεθνείς αέριες και θαλάσσιες μεταφορές
Bio-Fuels Committeeεπιτροπή βιοκαυσίμων
biochemical fuel cellβιοχημική στήλη καυσίμου
biomass fuelκαύσιμο από βιομάζα
boiler on biomass fuelλέβης που λειτουργεί με καύσιμο βιομάζας
conventional fossil fuelσυμβατικό ορυκτό καύσιμο
depleted fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
depleted fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
depleted fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
depleted fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
diesel fuelβενζίνη και πετρέλαιο κίνησης
diesel fuelντήζελ
domestic fuel oilπετρέλαιο θέρμανσης
domestic fuel oilελαφρό μαζούτ
dual-fuel boilerλέβητας διπλού καυσίμου
dual-fuel supplyπαροχή διπλού καυσίμου εναλλακτικώς
electronic fuel injection systemηλεκτρovικό σύστημα έγχυσης καυσίμoυ
engine fuelκαύσιμο κινητήρα
engine fuelβενζίνη για κινητήρες
fabrication of nuclear fuelπαρασκευή πυρηνικών καυσίμων
flexible fuel lineεύκαμπτη γραμμή καυσίμου
fossil fuel power plantμονάδα ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα
fossil-fueled power stationσυμβατικός θερμοηλεκτρικός σταθμός
fossil fuelsορυκτά καύσιμα
fuel assemblyδιάταξη καυσίμου
fuel cartridges of nuclear reactorsράβδοι πυρηνικών αντιδραστήρων
fuel cellστήλη καυσίμου
fuel cellστοιχείο καυσίμου
fuel cellκυψέλη καυσίμου
fuel cell batteryσυσσωρευτής με στοιχεία καυσίμων
fuel cell systemσύστημα στοιχείου καυσίμου
fuel chargeφορτίο
fuel consumptionκατανάλωση καυσίμου
fuel enrichment capacityδυναμικότητα εμπλουτισμού του καυσίμου
fuel fabrication and processing plantμονάδα παρασκευής και επεξεργασίας καυσίμου
fuel flowκατανάλωση καυσίμου
fuel from biomassκαύσιμο από βιομάζα
fuel gasαέριο καύσιμο θέρμανσης
fuel handling equipmentμηχανισμός χειρισμού στοιχείων πυρηνικού καυσίμου
fuel hoseεύκαμπτος σωλήνας καυσίμων
fuel oilπετρέλαιο θέρμανσης
fuel oilμαζούτ
fuel pelletδισκίο καυσίμου
fuel povertyενεργειακή πενία
fuel povertyενεργειακή φτώχεια
fuel switchμετάβαση σε άλλα είδη καυσίμων
fuel switching capacityδυνατότητα αλλαγής καυσίμων
gaseous fuelαέριο καύσιμο
Greek Fuel and Mineral OilsΕλληνικά Καύσιμα Ορυκτέλαια
heavy fuel oilμαζούτ' βαρύ πετρέλαιο; βαρύ μαζούτ
heavy fuel oilβαρύ μαζούτ
high sulphur industrial fuelκαύσιμο με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο
high-temperature fuel cellστοιχείο καυσίμων υψηλής θερμοκρασίας
home-heating fuelελαφρό μαζούτ
hot-water boiler fired with gaseous fuelλέβης παραγωγής ζεστού νερού που τροφοδοτείται με αέρια καύσιμα
hot-water boiler fired with liquid fuelλέβης παραγωγής ζεστού νερού που τροφοδοτείται με υγρά καύσιμα
impoverished fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
impoverished fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
impoverished fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
impoverished fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
international bunker fuelκαύσιμα για διεθνείς αέριες και θαλάσσιες μεταφορές
International Nuclear Fuel Cycle Evaluationδιεθνής αξιολόγηση του κύκλου πυρηνικών καυσίμων; διεθνής εκτίμηση του κύκλου των πυρηνικών καυσίμων; Διάσκεψη INFCE
irradiated fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
irradiated fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
irradiated fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
irradiated fuel elementακτινοβολημένο καύσιμο στοιχείο
irradiated nuclear fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
irradiated nuclear fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
irradiated nuclear fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
irradiated nuclear fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
lead-free fuelαμόλυβδη βενζίνη
light fuel oilελαφρό μαζούτ
liquefaction and gasification of solid fuelsυγροποίηση και αεριοποίηση των στερεών καυσίμων
liquid fuelυγρά καύσιμα
liquid fuelυγρό καύσιμο
low sulphur industrial fuelκαύσιμο με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο
medium fuel oilμεσαίο μαζούτ
methyl fuelβενζίνη μεθανόλης
mine-owned patent fuel plantμονάδα παραγωγής συσσωματωμάτων σε ορυχεία
molten carbonate fuel cellστοιχείο τετηγμένων ανθρακικών αλάτων
molten carbonate fuel cellηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου τετηγμένου ανθρακικού άλατος
monitoring by laser of nuclear fuel stored in pondsσύστημα επιτήρησης με ακτίνες λέιζερ των αποθηκευμένων σε δεξαμενή πυρηνικών καυσίμων
motor fuelκαύσιμα
Multiannual Programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuelsπολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων
patent fuelπλίνθος άνθρακα
patent fuelμπρικέτα
patent fuelσυσσωμάτωμα λιθάνθρακα
patent hard-coal fuelσυσσωματώματα λιθάνθρακα
phosphoric acid fuel cellστοιχεία φωσφορικού οξέος
polymer fuel cellστοιχείο καύσης υδρογόνου από πολυμερή
porous nitride fuel with a high thermal stabilityπορώδες καύσιμο από νιτρίδια με υψηλή θερμική ευστάθεια
primary fuel cellπρωτογενές στοιχείο καυσίμων
redox fuel cellστήλη κύκλου οξειδοαναγωγής
redox fuel cellστήλη redox
reference fuelκαύσιμο αναφοράς
regenerative fuel cellστήλη με αναγεννώμενο καύσιμο
reprocessing of irradiated nuclear fuelεπανεπεξεργασία ακτινοβοληθέντων πυρηνικών καυσίμων
reprocessing of irradiated nuclear fuelsεπανακατεργασία ραδιενεργών πυρηνικών καυσίμων
reprocessing of irradiated nuclear fuelsεπανακατεργασία ραδιενεργών καυσίμων
secondary fuelδευτερογενές καύσιμο
secondary fuel cellδευτερογενές στοιχείο καυσίμων
smokeless fuelαπαιθαλωμένο καύσιμο
solid oxide fuel cellκυψέλη καυσίμου στερεού ηλεκτρολύτη
solid oxide fuel cellστοιχείο στερεού οξειδίου
solid polymer fuel cellανάπτυξη σύστημα με στοιχεία καυσίμου τύπου
solid polymer fuel cellηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου στερεών πολυμερών
solid proton fuel cellηλεκτρικό στοιχείο καυσίμου στερεού πρωτονίου
spent fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
spent fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
spent fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
spent fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
spent fuel elementχρησιμοποιημένο καύσιμο στοιχείο
spent nuclear fuelαναλωμένο πυρηνικό καύσιμο
spent nuclear fuelαναλωμένα πυρηνικά καύσιμα
spent nuclear fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
spent nuclear fuelεξαντλημένο πυρηνικό καύσιμο
substitute motor fuelυποκατάστατο καύσιμο
synthetic motor-fuelσυνθετικό καύσιμο
test fuelκαύσιμο δοκιμής
thermophysical measurement of the properties of fuels at very high temperaturesθερμοφυσική μέτρηση των ιδιοτήτων των καυσίμων σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
transport fuelκαύσιμα μεταφορών
unleaded fuelαμόλυβδη βενζίνη