DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Earth sciences containing fuel | all forms | exact matches only
EnglishGreek
active fuel regionενεργός περιοχή πυρηνικού καυσίμου
approach to fuel cycle equilibriumπροσέγγιση της καταστάσεως ισορροπίας του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου
average fuel enrichmentμέσος εμπλουτισμός πυρηνικού καυσίμου
capability for fuel cycle flexibilityικανότης ευελιξίας του κύκλου του πυρηνικού καυσίμου
circulating fuel reactorαντιδραστήρας κυκλοφορίας
core fuel temperatureθερμοκρασία του πυρηνικού καυσίμου μέσα στον πυρήνα αντιδραστήρα
crystal lattice of the uranium oxide fuelκρυσταλλικό πλέγμα του οξειδίου του ουρανίου
enriched uranium-fueled reactorεμπλουτισμένος αντιδραστήρας
fluidized fuel reactorαντιδραστήρας ρευστοποιημένου καυσίμου
fuel dissolutionδιάλυση του πυρηνικού καυσίμου
fuel-element fabricationπαρασκευή στοιχείων καυσίμων
fuel inventoryφορτίο πυρηνικού καυσίμου ενός αντιδραστήρα
fuel jet penetration in the coolantδιείσδυση πίδακα καυσίμου στο ψυκτικό μέσο
fuel oil injection pumpαντλία καυστήρα
fuel oil transfer pumpαντλία μεταφοράς ακαθάρτου πετρέλαιου
fuel pump selector switchεπιλογέας αντλιών
fuel pump selector switchεπιλογέας αντλίας καυσίμου
fuel tank selector switchεπιλογέας δεξαμενής καυσίμου
fuel tank selector switchεπιλογέας δεξαμενής
high efficiency fuel cycleκύκλος του πυρηνικού καυσίμου υψηλού βαθμού αποδόσεως
irradiated fuelακτινοβολημένο πυρηνικό καύσιμο
natural-uranium-fueled reactorαντιδραστήρας φυσικού ουρανίου
nitride fuel pinράβδος καυσίμου από νιτρίδιο
nitride solution of dissolved fuelδιάλυμα καυσίμου που περιέχει νιτρίδια
plutonium fueled reactorαντιδραστήρας πλουτωνίου
safety of fuel applicationsασφάλεια των εφαρμογών καυσίμων