DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing firing | all forms | exact matches only
EnglishGreek
changing to producer firingμετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής
changing to producer firingμετάβαση σε θέρμανση με αεραέριο
combination firing burnerκαυστήρας πολλαπλού συνδυασμένου καυσίμου
distortion during firingπαραμόρφωση κατά το ψήσιμο
enamel firingέψηση σμάλτου
firing curveκαμπύλη ψησίματος
firing door burnerκαυστήρας στερεωμένος στη θύρα του φλογοθαλάμου
firing lineσυνεργείο συγκολλήσεως
firing setσυσκευή εκπυρσοκρότησης
firing signalσήμα πυροδότησης
firing trialψημένο δοκίμιο
firing tubeεμπύρευμα τριβής
firing valveκρουνός ρύθμισης
horizontal firingοριζόντιο ψήσιμο
reared firingψήσιμο πάνω σε υποστηρίγματα