DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing firing | all forms | exact matches only
EnglishGreek
authorized firingεξουσιοδοτημένη βολή
ballistic firingβλητικά πυρά
burst firingβολή κατά ριπές
burst firingριπή πυρός
development test firingδοκιμαστική βολή ανάπτυξης
direct firingάμεσα πυρά
firing computerυπολογιστής ελέγχου πυρός
firing for admission testsβολή δοκιμών αποδοχής
firing from a defilated positionπυρά από προκεκαλυμμένη θέση
firing from indoor test-standβολή σε δοκιμαστήριο κλειστού χώρου
firing from test-standβολή στο δοκιμαστήριο
firing from test-standβολή στατική
firing indicatorπίνακας ένδειξης πυρός
firing positionσταθμός πυρός
firing positionθέση πυρός
firing rangeπεριβάλλουσα πυρός
firing rangeπεδίο βολής
firing range using live roundsπεδίο βολής με πραγματικά πυρά
firing turretπυργίσκος πυροβόλου
firing unit assembliesεγκαταστάσεις μονάδας πυρός
ground firing interlockαπαγόρευση βολής στόχων εδάφους
missile-firing submarineυποβρύχιο εκτόξευσης πυραύλων
missile-firing submarineυποβρύχιο εκτόξευσης βλημάτων
Multilateral agreement for the use of NATO Missile Firing Installation at Souda Bay, CreteΠολυμερής Συμφωνία χρησιμοποίησης του πεδίου βολής βλημάτων του ΝΑΤΟ εις τον όρμο Σούδας - Κρήτη
NATO Missile Firing Installationεγκατάσταση βολής πυραύλων του ΝΑΤΟ
NATO Missile Firing Installationεγκατάσταση βολής βλημάτων του ΝΑΤΟ
ready for firingετοιμότητα για βολή
reception firingβολή αποδοχής
repetition firing gunημιαυτόματο όπλο
repetition firing gunεπαναληπτικό όπλο
shouldered firingβολή κάλυψης
side firingαξονική βολή
stand-off firingβολή από απόσταση
static firingστατική βολή
support for firing postυποστήριξη σταθμού πυρός
three-axis bench firingβολή δοκιμαστηρίου τριών αξόνων
twilight firingβολή λυκόφωτος