DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing favour | all forms | exact matches only
EnglishGreek
to accept any honour, decoration, favour, gift or paymentδέχομαι τιμητική διάκριση,παράσημο,εύνοια,δώρο,αμοιβή
accept any honour, decoration, favour gift or payment of any kind whatever, toδέχομαι τιμητική διάκριση, παράσημο, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οποιασδήποτε φύσεως
action in favour of peace and disarmamentενέργειες για την ειρήνη και τον αφοπλισμό
case decided in favour of applicantυπόθεσηεκδικασθείσαυπέρ του προσφεύγοντος
Integrated programme in favour of SMEs and the craft sectorολοκληρωμένο πρόγραμμα υπέρ των ΜΜΕ και της βιοτεχνίας
Minister for the Family, Minister for the Advancement of Women, with responsibility for Policy in Favour of the DisabledΥπουργός Οικογένειας, Υπουργός Προώθησης των Γυναικών, υπεύθυνος και για την πολιτική υπέρ των ατόμων με φυσική ή επίκτητη αναπηρία
twelve votes in favour, cast by at least four membersδώδεκα ψήφοι,που περιλαμβάνουν τις ψήφους τεσσάρων τουλάχιστον μελών