Subject | English | Greek |
law | alteration of evidence | νόθευση αποδεικτικών |
polit., law | amplification of previous evidence | περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων |
UN | analysis of evidence | ανάλυση του αποδεικτικού υλικού |
med. | anecdotical evidence | μη δημοσιευμένες ενδείξεις ή στοιχεία |
med. | anecdotical evidence | μη δημοσιευμένα στοιχεία |
account. | appropriate audit evidence | κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
account. | audit evidence | αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
account. | audit evidence | αποδεικτικά στοιχεία |
patents. | to base a decision on reasons or evidence | στηρίζω μια απόφαση σε λόγους |
law | to be prohibited from giving evidence | απαγόρευση κατάθεσης |
law | be used as evidence in legal proceedings | διαθέτω αποδεικτική ισχύ ενώπιον της δικαιοσύνης |
law | be used as evidence in legal proceedings | έχω αποδεικτική δύναμη ενώπιον του δικαστηρίου |
med. | blood test for evidence of syphilitic infection | ανάλυση αίματος για συφιλίδα |
med. | clinical evidence | κλινική τεκμηρίωση |
med. | clinical evidence of accumulation | κλινική ένδειξη συσσώρευσης |
gen. | collection and keeping of physical evidence | συλλογή υλικών αποδεικτικών στοιχείων' συλλογή πειστηρίων |
gen. | Committee for implementation of the regulation on cooperation between the courts of the Member States in the taking of evidence in civil or commercial matters | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
account. | competent audit evidence | κατάλληλο αποδεικτικό στοιχείο |
law | conclusive evidence | αποδεικτική μαρτυρία |
proced.law. | Convention on the Taking of Evidence Abroad in Civil or Commercial Matters | Σύμβαση για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
law | cooperation in the taking of evidence | συνεργασία κατά την αποδεικτική διαδικασία |
account. | corroborative evidence | επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία |
econ., commer. | demonstrable risk of evidence being destroyed | αποδεικτέος κίνδυνος καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων |
law | destroying evidence | καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων |
fin. | developmental supporting evidence | αποδεικτικά στοιχεία ανάπτυξης |
econ. | digital evidence | ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία |
law | directness in the taking of evidence | αποδεικτική διαδικασία |
law | distortion of essential evidence | αλλοίωση των αποδεικτικών στοιχείων |
fin. | documentary evidence | αποδεικτικά έγγραφα |
fin. | documentary evidence | δικαιολογητικός τίτλος |
law | documentary evidence | έγγραφη απόδειξη |
fin. | documentary evidence in euros for tax purposes | αποδεικτικά έγγραφα σε ευρώ για φορολογικές δηλώσεις |
law | European Convention on the Obtaining Abroad of Information and Evidence in Administrative Matters | Σύμβαση για τη συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή για διοικητικές υποθέσεις |
crim.law. | European evidence warrant | ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων |
ed., R&D. | evidence base | τεκμηριωμένη βάση |
R&D. | evidence-based | τεκμηριωμένος |
social.sc., med. | evidence-based addiction treatment | τεκμηριωμένη θεραπεία του εθισμού |
social.sc. | evidence-based approach | επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση |
polit., law | evidence in rebuttal | ανταπόδειξη |
law | evidence in rebuttal | αvταπσδειξη |
law, immigr. | evidence of accommodation | δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση |
law, immigr. | evidence of accommodation | δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα |
law, immigr. | evidence of accommodation | δικαιολογητικό για την κατάλυση |
insur. | evidence of age | δήλωση ηλικίας |
commer., econ. | evidence of dumping in relation to the normal values previously established | αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί |
insur., transp., construct. | evidence of entitlement | τίτλος συντάξεως |
insur., transp., construct. | evidence of entitlement | αποδεικτικό στοιχείο συνταξιοδοτικού δικαιώματος |
insur. | evidence of health | πιστοποιητικό καλής υγείας |
law, immigr. | evidence of lodging | δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση |
law, immigr. | evidence of lodging | δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα |
law, immigr. | evidence of lodging | δικαιολογητικό για την κατάλυση |
law, immigr. | evidence of maintenance funds | δικαιολόγηση των αναγκαίων για τη συντήρηση οικονομικών μέσων |
law, immigr. | evidence of maintenance funds | απόδειξη επαρκών μέσων διαβίωσης |
law, immigr. | evidence of means of subsistence | δικαιολόγηση των αναγκαίων για τη συντήρηση οικονομικών μέσων |
law, immigr. | evidence of means of subsistence | απόδειξη επαρκών μέσων διαβίωσης |
law, immigr. | evidence of medical insurance | βεβαίωση ασφάλισης ασθενείας |
law, immigr. | evidence of medical insurance | πιστοποιητικό ασφάλισης ασθενείας |
law, immigr. | evidence of medical insurance | αποδεικτικό ασφάλισης ασθενείας |
cust. | evidence of origin | απόδειξη της καταγωγής |
fin., tax. | evidence of origin | πιστοποιητικό καταγωγής |
law, immigr. | evidence of purpose of journey | δικαιολογητικό που αφορά τον σκοπό του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of purpose of journey | έγγραφο δικαιολογητικό του σκοπού του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of purpose of stay | δικαιολογητικό που αφορά τον σκοπό του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of purpose of stay | έγγραφο δικαιολογητικό του σκοπού του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of purpose of visit | δικαιολογητικό που αφορά τον σκοπό του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of purpose of visit | έγγραφο δικαιολογητικό του σκοπού του ταξιδιού |
law, immigr. | evidence of sponsor's ability to provide accommodation | δικαιολογητικό σχετικό με το κατάλυμα |
law, immigr. | evidence of sponsor's ability to provide accommodation | δικαιολογητικό για την κατάλυση |
law, immigr. | evidence of sponsor's ability to provide accommodation | δικαιολογητικό το οποίο αφορά την κατάλυση |
law | evidence of the status acquired by a person | αποδεικτικός τίτλος της προσωπικής καταστάσεως ενός φυσικού προσώπου |
law | evidence of the witness | κατάθεση του μάρτυρα |
fin. | evidence of title | τίτλος παραστατικός τίτλος |
law | evidence of usage | απόδειξη χρήσης |
law | evidence produced at the hearing | απόδειξη που προσκομίστηκε στη συνεδρίαση |
law | exculpatory evidence | απαλλακτικά στοιχεία |
law | expert evidence | μέτρα πραγματογνωμοσύνης |
polit., law | facilitate the taking of evidence | διευκολύνω τη διεξαγωγή των αποδείξεων |
patents. | facts, evidence and arguments provided by the parties | οι λόγοι που προβάλλουν οι διάδικοι |
law | falsifying evidence | νόθευση αποδεικτικών στοιχείων |
gen. | first-hand evidence | απόδειξη "από πρώτο χέρι" |
health., ed., school.sl. | formal evidence of having qualified as a medical specialist | τίτλος ειδικότητας |
law | freezing of evidence | διαφύλαξη αποδεικτικών στοιχείων |
law | freezing of evidence | δέσμευση των αποδεικτικών στοιχείων |
social.sc. | to furnish documentary evidence that they have cohabited | αποδεικνύω την κοινή διαμονή |
law | to give evidence | καταθέτω ως μάρτυρας |
gov. | to give evidence before the Court of Justice of the European Communities | καταθέτω ως μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
gen. | to give evidence before the Court of Justice of the European Communities | καταθέτω ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
law | give evidence before the Court of Justice of the European Communities, to | καταθέτω ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
law | to give evidence orally | προφορική κατάθεση |
law | giving evidence | μαρτυρία |
law | giving evidence from a distance | κατάθεση μαρτύρων εξ αποστάσεως |
law | giving of evidence | κατάθεση |
proced.law., law | Hague Convention of 18 March 1970 on the taking of evidence abroad in civil or commercial matters | σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 σχετικά με τη συγκέντρωση αποδείξεων σε αλλοδαπό κράτος σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
law | hearing of evidence | εξέταση μαρτύρων |
law | incriminating evidence | ενοχοποιητικά στοιχεία |
law | inculpatory evidence | ενοχοποιητικά στοιχεία |
law | indicative evidence | ενδεικτικά στοιχεία |
law | indicative evidence | απόδειξη που βασίζεται σε απλές ενδείξεις |
law | item of evidence | αποδεικτικό στοιχείο |
law | item produced in evidence | πειστήριο |
law | keeping of evidence | διαφύλαξη αποδεικτικών στοιχείων |
law | keeping of evidence | δέσμευση των αποδεικτικών στοιχείων |
law | language in the taking of evidence | γλώσσα της αποδεικτικής διαδικασίας |
law | location of the evidence | συγκέντρωση των αποδείξεων |
law | means of evidence | αποδεικτικό μέσον |
law, patents. | means of giving or obtaining evidence | αποδεικτικά μέσα |
polit., law | minutes in which the evidence ... is reproduced | πρακτικά των καταθέσεων των μαρτύρων... |
polit., law | minutes in which the evidence of each witness is reproduced | πρακτικά των καταθέσεων των μαρτύρων |
law | minutes of oral proceedings and of taking of evidence | πρακτικά των προφορικών διαδικασιών και των αποδεικτικών διαδικασιών |
law | misconduct of a witness or expert who has concealed facts of falsified evidence | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα |
ed. | mutual recognition of diplomas, certificates and other evidence of formal qualifications | αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων |
polit., law | nature of any evidence offered in support | προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα |
polit., law | nature of the evidence | αποδεικτικό μέσο |
tech. | objective evidence | αντικειμενική απόδειξη |
mater.sc. | objective evidence | αντικειμενική μαρτυρία |
mater.sc. | objective evidence | αντικειμενική ένδειξη |
law | offer evidence | προτείνω αποδεικτικά μέσα |
account. | persuasiveness of audit evidence | πειστικότητα των ελεγκτικών τεκμηρίων |
law | physical evidence | υλικά αποδεικτικά στοιχεία |
law | to present evidence | προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία |
environ. | preservation of evidence To maintain and keep safe from harm, destruction or decay any species of proof legally presented at the trial of an issue, including witnesses, records, documents, exhibits and concrete objects | διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων |
environ. | preservation of evidence | διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων (μέσων) |
environ. | preservation of evidence | διατήρηση αποδεικτικών στοιχείων μέσων |
law | prima facie evidence of an irregularity | αρχικά αποδεικτικά στοιχεία παρατυπίας |
law | principle regarding the collection of evidence | αρχή περί της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων |
law | to produce all relevant documents and expert and other evidence | προσκομίζει όλα τα συναφή έγγραφα,εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και μαρτυρίες |
law | production of documents and items of evidence | προσκόμιση εγγράφων και δειγμάτων |
account. | reasonable audit evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο ελέγχου |
account. | reasonable audit evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο |
account. | reasonable evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο ελέγχου |
account. | reasonable evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο |
ed. | recognition of diplomas, certificates and other evidence of formal qualifications | η αναγνώριση των διπλωμάτων,πιστοποιητικών και άλλων τίτλων |
gen. | records of evidence | αρχείο αποδεικτικών στοιχείων |
law | refuse to give evidence, to take the oath or to make a solemn affirmation equivalent thereto | αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου |
account. | relevant audit evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
account. | relevant audit evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία |
account. | relevant audit evidence | συναφή ελεγκτικά τεκμήρια |
gov., interntl.trade., econ. | relevant evidence | πρόσφορα αποδεικτικά μέσα |
account. | relevant evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
law | relevant evidence | σοβαρά αποδεικτικά μέσα |
account. | relevant evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία |
account. | reliable audit evidence | αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
law | request for the performance of the taking of evidence | παραγγελία διεξαγωγής αποδείξεων |
law | right to refuse to give evidence | δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας |
law | rules of evidence | κανόνες απόδειξης |
law, crim.law., UN | Rules of procedure and evidence | Κανόνες διαδικασίας και απόδειξης |
law, h.rghts.act., UN | Rules of Procedure and Evidence | κανόνες δικονομίας και απόδειξης |
R&D. | scientific evidence | επιστημονικά στοιχεία |
law | statement of objection setting out the grounds of objection and indicate the nature of any evidence offered | αίτηση που περιέχει τους λόγους εξαιρέσεως και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα |
patents. | to submit in support of one's case facts, evidence and arguments | επικαλούμαι πραγματικά περιστατικά, προσκομίζω αποδείξεις και διατυπώνω παρατηρήσεις |
account. | substantive evidence | ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία |
account. | sufficient audit evidence | επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
law, patents. | to take evidence on oath or in an equally binding form | λαμβάνω την κατάθεση ένορκα ή υπό άλλον εξίσου δεσμευτικό τύπο |
law | taking of evidence | ανακριτική πράξη |
law | taking of evidence | διεξαγωγή αποδείξεων |
environ. | taking of evidence In criminal law and torts, the act of laying hold upon an evidence, with or without removing the same | αποδεικτική διαδικασία |
law | taking of evidence | διεξαγωγή των αποδείξεων |
law | taking of evidence | αποδεικτική διαδικασία |
transp., avia. | tamper evidence | σφραγίδα |
gen. | tamper evidence | ένδειξη απαραβίαστου |
fin. | temporary evidence of title | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό |
gen. | territorial evidence | χωρικά στοιχεία |
law | the court may dispense with the production of these documents by the applicant if it considers that it has sufficient information before it from other evidence | ικανοποιητικά πληροφορημένος |
law, patents. | the production of documents and items of evidence | προσκόμιση εγγράφων και δειγμάτων |
polit., law | to vouch the truth of evidence | βεβαίωση της κατάθεσης |
law | vouch the truth of his evidence | βεβαίωση των καταθέσεων |
fin. | weight as evidence | αποδεικτική αξία |
chem. | weight of evidence | βάρος της απόδειξης |
account. | written evidence | έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία |