DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing during | all forms | exact matches only
EnglishGreek
behaviour of shareholders during the life of the companyσυμπεριφορά των μετόχων κατά τη διάρκεια της ζωής μιας εταιρείας
country's total disinvestment during the relevant periodκαθαρή αποεπένδυση της χώρας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου
hours worked in addition to those worked during normal working hoursπρόσθετες ώρες εργασίας,εκτός από τις ώρες του κανονικού ωραρίου
net allocations or withdrawals during the period in questionκαθαρή κατανομήή αναλήψειςκατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου
new transactions sales/purchases during the relevant periodνέες συναλλαγέςπωλήσεις/αγορέςκατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου
reservoir regulation by maximum use of storage during each flood eventρύθμισις υδροταμιευτήρος βάσει μεγίστης χρήσεως αποθηκεύσεως διαρκούσης εκάστης πλημμύρας
value of work in progress carried out during the periodαξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου
works of art created during the year and purchased by producer unitsέργα τέχνης που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους και αγοράστηκαν από παραγωγικές μονάδες