Subject | English | Greek |
earth.sc., tech. | a definite flow may form during the continuous immersion test | στη δοκιμή συνεχούς βύθισης μπορεί να κυριαρχεί μία συγκεκριμένη κατάσταση ροής |
met., el. | a specified period comprising a time during which an arc runs continuously plus an off time | διάρκεια τυπικού κύκλου συγκολλήσεως |
health. | accidents in the home and during leisure activities | ατυχήματα του ιδιωτικού τομέα |
hobby, mun.plan. | accommodation during the low season | διαμονή κατά τη χαμηλή τουριστική περίοδο |
hobby, mun.plan. | accommodation during the low season | διαμονή εκτός περιόδου τουριστικής αιχμής |
law, social.sc. | Act on heavy work during nighttime | νόμος περί βαριάς νυκτερινής εργασίας |
law, social.sc. | Act on heavy work during nighttime | νόμος σχετικά με τη βαρειά νυκτερινή εργασία |
fin., econ. | actual expenditure during a financial year | πραγματικές δαπάνες κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους |
met. | additional heating during welding | πρόσθετη θέρμανση κατά τη συγκόλληση |
transp., health., anim.husb. | Additional Protocol to the European Convention for the Protection of Animals during International Transport | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση προστασίας των ζώων κατά τη διάρκεια διεθνούς μεταφοράς τους |
social.sc. | Advisory Committee on Accidents at Home and during Recreation | συμβουλευτική επιτροπή για τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά το χρόνο αναψυχής |
fin. | amounts collected during the financial year | ποσά που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
fin. | amounts collected during the financial year | έσοδα που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
gen. | area inaccessible during normal plant operation | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως |
health. | Arrangement for the Application of the European Agreement of 17 October 1980 concerning the Provision of Medical Care to Persons during Temporary Residence | Διακανονισμός για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας της 17ης Οκτωβρίου 1980 σχετικά με τη χορήγηση ιατρικής περίθαλψης σε άτομα με προσωρινή διαμονή |
el. | avalanche during discharge | Διάσπαση χιονοστιβάδας κατά την εκφόρτιση |
el. | average of instantaneous voltages during arcing | μέση τάση του τόξου |
chem. | Avoid contact during pregnancy/while nursing. | Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας. |
met. | bainite is formed during air cooling | ο σχηματισμός του βεανίτη λαμβάνει χώρα κατά την ψύξη στο περιβάλλον |
econ. | behaviour of shareholders during the life of the company | συμπεριφορά των μετόχων κατά τη διάρκεια της ζωής μιας εταιρείας |
gen. | both during and after their term of office | κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής |
met. | brazing or soldering with filler metal added during heating | συγκόλληση με εναποθετούμενο συγκολλητικό υλικό κατά τη διάρκεια της εργασίας |
industr., construct. | broken fibres detached during the drawing process | χνούδι το οποίο προέρχεται από το τέντωμα |
gen. | can become highly flammable during use | κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο |
med. | cell density during treatment | κυτταρική πυκνότητα κατά τη διάρκεια της αγωγής |
insur. | certificate of entitlement to benefits in kind during a stay in a Member State | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος |
insur. | certificate of entitlement to benefits in kind during a stay in a Member State | έντυπο Ε111 |
transp. | cessation of business during a high season | διακοπή δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου αιχμής |
transp. | charges incurred during transit | έξοδα κατά τη διαδρομή |
commun. | charging information during the call | πληροφορία χρέωσης κατά τη διάρκεια της κλήσης |
fin. | commitments entered into during the financial year | αναλήψεις υποχρεώσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
med. | control apparatus for preventing animals from moving during operations | συσκευή συγκράτησης |
gen. | Convention concerning Employment of Women during the Night | Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών" |
transp., polit. | Convention on civil liability for damage caused during the carriage of dangerous goods by road, rail and inland waterway vessels | σύμβαση περί της αστικής ευθύνης για τις ζημίες που προξενούνται κατά τη μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων οδικώς, σιδηροδρομικώς και δια εσωτερικών πλωτών οδών |
el. | corrosion during service | διάβρωση κατά τη λειτουργία |
el. | corrosion during storage | διάβρωση κατά την αποθήκευση |
econ. | country's total disinvestment during the relevant period | καθαρή αποεπένδυση της χώρας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου |
med. | creation of human research for the purposes of research during their life | δημιουργία εμβρύων ανθρώπου για έρευνες κατά τη διάρκεια της ζωής τους |
agric., industr. | damage caused during treatment | ελάττωμα λόγω επεξεργασίας |
agric., industr. | damage caused during treatment | ζημία κατά την αποξήρανση |
law | defendant validly represented during the proceedings | εναγόμενος που εκπροσωπείται νομίμως κατά τη δίκη |
mech.eng. | device automatically activated during every coupling procedure | διάταξη που ενεργοποιείται αυτόματα σε κάθε διαδικασία σύζευξης |
energ.ind. | disking during diamond drilling or coring | δισκοειδής θραύση κατά τη γεώτρηση ή την πυρηνοληψία με αδαμαντοκορώνα |
chem. | distortion during firing | παραμόρφωση κατά το ψήσιμο |
gen. | do not eat,drink or smoke during work | μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε κατά τη διάρκεια της εργασίας |
met. | during cooling a phase transformation may occur | κατά την διάρκεια της ψύξης μπορεί να υπάρξει μια μεταβολή της κρυστάλλωσης |
med. | during delivery | κατά τον τοκετό |
med. | during delivery | κατά την διάρκεια του τοκετού |
life.sc., anim.husb. | during early gestation | στην αρχή της εγκυμοσύνης |
gen. | during fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment appropriate wording to be specified by the manufacturer | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή |
gen. | during fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment appropriate wording to be specified by the manufacturer | Σ42 |
med. | during life | κατά την διάρκεια της ζωής |
met. | during tempering a secondary hardening effect is very clearly produced | κατά την διάρκεια της επαναφοράς παρατηρείται καθαρά μια δευτερογενής σκλήρυνση |
fin. | during the financial year | κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
industr., mech.eng. | during the individual modes | κατά τη διάρκεια κάθε φάσης λειτουργίας |
med. | during the life | κατά την διάρκεια της ζωής |
IT | during the processing run | κατά την επεξεργασία |
gen. | during two successive years | κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών |
gen. | during use,may form flammable/explosive vapour-air mixture | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα |
met. | each stage during freezing supplies a certain amount of heat | κάθε στάδιο στερεοποίησης απελευθερώνει κατά θέσεις ορισμένη ποσότητα θερμότητας |
chem. | to encapsulate gases generated during the fission process | εγκλωβισμός των κατά τις σχάσεις παραγομένων αερίων |
energ.ind. | energy capability of a pumped storage station during turbine operation | ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων |
mater.sc., el. | energy storage during cloudy periods | αποθήκευση για νεφοσκεπείς ημέρες |
transp., avia. | engine failure during take-off | βλάβη κράτηση κινητήρα κατά την απογείωση |
environ. | environmental surveillance during the normal operation of the establishments | παρακολούθηση του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της κανονικής λειτουργίας των εγκαταστάσεων |
health. | European Agreement concerning the provision of medical care to persons during temporary residence | Ευρωπαϊκή Συμφωνία για τη χορήγηση ιατρικής περίθαλψης στα άτομα με προσωρινή διαμονή |
health. | European Agreement concerning the provision of medical care to persons during temporary residence | Ευρωπαϊκή συμφωνία σχετικά με την παροχή ιατρικής περίθαλψης σε προσώπα κατά την προσωρινή διαμονή τους σε μια χώρα |
transp., health., anim.husb. | European Convention for the Protection of Animals during International Transport revised | Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των ζώων κατά τις διεθνείς μεταφορές αναθεωρημένη |
transp. | European Convention for the Protection of Animals during International Transport | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί προστασίας των ζώων κατά την διάρκειαν διεθνούς μεταφοράς αυτών" |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκό Erasmus |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
gen. | European Union military operation in support of the United Nations Organisation Mission in the Democratic Republic of the Congo MONUC during the election process | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της αποστολής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό MONUC κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας |
gen. | Extraordinary Chambers in the Courts of Cambodia for the Prosecution of Crimes Committed during the Period of Democratic Kampuchea | Δικαστήριο των Κόκκινων Κμερ |
met. | fissure forming during hardening | ρωγμή που δημιουργείται κατά τη βαφή του μετάλλου |
met. | forward pressure during the movement of the electrode | πίεση μετατόπισης του ηλεκτροδίου |
environ. | fractionation during recycling | διαχωρισμός κατά τη διάρκεια της ανακύκλωσης |
chem., el. | gas emitted during charging | αέριο εκπεμπόμενο κατά τη φόρτωση |
gen. | to give way during his speech | διακόπτω την αγόρευσή μου |
med. | haemorrhage during delivery | αιμορραγία κατά τον τοκετό |
med. | heat treatment during roller drying | θερμική επεξεργασία σε κυλίνδρους |
med. | heat treatment during spray drying | θερμική επεξεργασία με εκτόξευση θερμού αέρα |
met. | high-temperature corrosion during combustion of gas, coal or oil | διάβρωση σε υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια καύσης αερίου,άνθρακα και υγρού καύσιμου |
transp. | hot soaks during parking | θερμός διαποτισμός κατά τη διάρκεια της στάθμευσης |
lab.law. | hours actually worked during normal working hours | πραγματικές ώρες εργασίας κατά τη διάρκεια του κανονικού ωραρίου |
econ. | hours worked in addition to those worked during normal working hours | πρόσθετες ώρες εργασίας,εκτός από τις ώρες του κανονικού ωραρίου |
gen. | information and consultation procedure for the adoption of certain decisions and other measures to be taken during the period preceding accession | διαδικασία ενημέρωσης και διαβουλεύσεων για την έγκριση ορισμένων αποφάσεων και άλλων μέτρων που πρέπει να ληφθούν κατά την περίοδο πριν από την προσχώρηση |
gen. | input during the meltdown period | απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίηση |
fin., construct. | interest during construction | τόκοι κατά τη διάρκεια της κατασκευής |
med. | inversion of uterus during childbed | ελαφρά εκστροφή της μήτρας |
law | joint ownership of movable property and all property acquired during wedlock | κοινοκτημοσύνη κινητών και αποκτημάτων |
met. | loading conditions on a welding set during hand-welding | χειροκίνητη συγκόλληση |
transp., tech. | locking occurs during the test | μανδάλωση κατά τη διάρκεια της δοκιμής |
transp. | loss in weight during transit | απώλεια βάρους εν ώρα πορείας |
met. | loss of alloying elements during deposition | απώλεια κραματικών στοιχείων κατά την εναπόθεση |
industr., construct. | machine for interlacing the thread during weaving | μηχανή αλληλοδιασταύρωσης του νήματος κατά τη διάρκεια της ύφανσης |
industr., construct. | machine for supplying the thread during weaving | μηχανή απόδοσης του νήματος κατά τη διάρκεια της ύφανσης |
met. | maximum distance between electrodes during operational stroke | μεγίστη απόσταση ηλεκτροδίων κατά τη σύμφυση |
met. | maximum distance between electrodes during operational stroke | μεγίστη απόσταση ηλεκτροδίων κατά τη συγκόλληση |
int. law. | Montreux Document on Pertinent International Legal Obligations and Good Practices for States related to Operations of Private Military and Security Companies during Armed Conflict | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
econ. | net allocations or withdrawals during the period in question | καθαρή κατανομήή αναλήψειςκατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου |
econ. | new transactions sales/purchases during the relevant period | νέες συναλλαγέςπωλήσεις/αγορέςκατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου |
met. | no secondary hardening occurs during tempering | ο χάλυβας δεν παρουσιάζει δευτερογενή σκλήρυνση κατά την διάρκεια της επαναφοράς |
fin. | not to require production of a document during the customs formalities | δεν απαιτώ την προσκόμιση εγγράφου κατά τη διεξαγωγή των τελωνειακών διατυπώσεων |
gen. | on-the-job training during an operation | επί τόπου κατάρτιση κατά τη διάρκεια επιχειρήσεως |
earth.sc. | operation of sound source during test | λειτουργία πηγής θορύβου κατά τη διάρκεια δοκιμής |
fin. | payments made during the financial year | πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
law | period after signature during which they can withdraw from the contract | προθεσμία ακύρωσης μετά την υπογραφή |
transp. | period during which a locomotive is out of service | διάρκεια μη διαθεσιμότητας μιας μηχανής |
transp. | period during which a locomotive is out of service | διάρκεια ακινησίας μιας μηχανής |
transp., avia. | period during which an airport is coordinated | περίοδος που ο αερολιμένας είναι συντονισμένος |
gen. | period during which the allowance is payable | περίοδος καταβολής της αποζημίωσης |
fin. | period during which the subscription lists are open | περίοδος ενάρξεως της αναλήψεως |
industr., construct., chem. | pressure applied during heating | πίεση εφαρμοζόμενη κατά τη θέρμανση |
chem. | pressure during heating time | πίεση κατά τη διάρκεια της θέρμανσης |
med. | pressure measuring during operation | μέτρηση της αρητριακής πίεσης κατά την εγχείρηση |
proced.law. | principle of separate property during marriage | σύστημα του χωρισμού των περιουσιών |
proced.law. | principle of separate property during marriage | σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας |
el. | q-type sporadic E during daytime | σποραδικό στρώμα E τύπου Q στη διάρκεια της ημέρας |
met. | ratio of weight of metal lost during deposition to weight of core wire used | σχετική απώλεια σύρματος κατά την τήξη |
lab.law. | to recognize signals and key sounds during work | αναγνώριση θορύβων πληροφόρησης σχετικά με την εργασία |
el. | reduction in carrier level during modulation | μείωση στάθμης φέρουσας κατά τη διαμόρφωση |
transp. | replacement bogie used during repairs | ψευδοφορείο |
econ., construct. | reservoir regulation by maximum use of storage during each flood event | ρύθμισις υδροταμιευτήρος βάσει μεγίστης χρήσεως αποθηκεύσεως διαρκούσης εκάστης πλημμύρας |
mech.eng. | revolutions per minute during cruise | στροφές κατά την πλεύση |
mech.eng. | RPM during cruise | στροφές κατά την πλεύση |
met. | sleeve to protect the arm during welding | μανίκια προστασίας συγκολλητού |
nat.sc., agric. | sow during early pregnancy | χοιρομητέρα στην έναρξη της κύησης |
health. | special break during hot work | διάλειμμα εργασίας των εργαζομένων σε υψηλές θερμοκρασίες |
health. | special break during noisy work | διάλειμμα εργασίας των εργαζομένων σε συνθήκες υψηλού θορύβου |
med. | special break during vigilance tasks | ειδικό διάλειμμα σε εργασίες επαγρύπνησης |
commun., transp. | stability during approach | ευστάθεια κατά την προσέγγιση |
commun., transp. | stability during climb | ευστάθεια κατά την άνοδο |
med. | stability during continuous cultivation | σταθερότητα κατά τη διάρκεια συνεχούς καλλιέργειας |
commun., transp. | stability during cruising | ευστάθεια περί την πτήση πλεύσης |
commun., transp. | stability during cruising | ευστάθεια κατά την πλεύση |
commun., transp. | stability during landing | ευστάθεια κατά την προσγείωση |
life.sc. | temperature during day | ημερήσια θερμοκρασία |
life.sc. | temperature during night | νυχτερινή θερμοκρασία |
life.sc. | temperature during night | θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της νύχτας |
law | term during which the patent is in force | διάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
met. | the austenite becomes homogeneous and a uniform martensite is formed during quenching | ο ωστενίτης ομογενοποιείται και δίνει με απότομη ψύξη ομοιόμορφο μαρτενσίτη |
environ., coal. | the formation of a dust cloud during drilling of the round | σχηματισμός νέφους κόνεως κατά τη διάρκεια όρυξης του κύκλου εξόρυξηςμπαταριάς |
gen. | the members of the Commission, during their term of office... | τα μέλη της Eπιτροπής,...κατά τη διάρκεια της θητείας τους |
fin., econ. | the sum of recoveries upon entitlements established during the current financial year | το άθροισμα των εισπράξεων από βεβαιωθέντα δικαιώματα του τρέχοντος έτους |
transp. | time during which one cannot work | χρόνος κατά τον οποίο δεν είναι δυνατή η εκτέλεση εργασιών |
comp., MS | username (The name by which a user is identified to a computer system or network. During the logon process, the user must enter the username and the correct password. If the system or network is connected to the Internet, the username generally corresponds to the leftmost part of the user's e-mail address (the portion preceding the | όνομα χρήστη |
econ. | value of work in progress carried out during the period | αξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου |
met. | variation of HV hardness during ageing after quenching | μεταβολή της σκληρότητας HV κατά την διάρκεια αποκατάστασης μετά από απότομη ψύξη |
industr., construct., met. | ware during annealing | ανοπτησμένα αντικείμενα |
chem. | Warning! Contains cadmium. Dangerous fumes are formed during use. See information supplied by the manufacturer. Comply with the safety instructions. | Προσοχή! Περιέχει κάδμιο. Κατά τη χρήση αναπτύσσονται επικίνδυνες αναθυμιάσεις. Βλέπετε πληροφορίες του κατασκευαστή. Τηρείτε τις οδηγίες ασφαλείας. |
transp. | weight limit during thaw conditions | όριο φορτίου υπό συνθήκες τήξεως |
transp. | weight limit during thaw conditions | επιτρεπόμενο φορτίο υπό συνθήκες τήξεως |
econ. | works of art created during the year and purchased by producer units | έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους και αγοράστηκαν από παραγωγικές μονάδες |
textile | yarn waste collected during knitting | απόρριμμα πλεξίματος |
industr., construct. | yarn waste collected during reeling | απόρριμμα της περιέλιξης |
industr., construct. | yarn waste collected during spinning | απόρριμμα της κλώσης |
industr., construct. | yarn waste collected during weaving | απόρριμμα της ύφανσης |