Subject | English | Greek |
stat., agric. | allowable cut | δυνατότητα κοπής |
industr., construct., chem. | almond cut | Γλυφή σχήματος αμυγδάλου |
industr., construct., chem. | almond shaped cut | Γλυφή σχήματος αμυγδάλου |
coal. | angle-cut | διατρήματα προεκσκαφής υπό γωνία |
agric. | annual allowable cut | ετήσια δυνατότητα κοπής |
forestr. | annual cut | ετήσια συγκομιδή (για υλοτομία) |
earth.sc. | apparent trace of the cut-off on to the lens | εμφανές ίχνος αποκοπής επί του φακού |
forestr. | automatic cross-cut-function | αυτόματη λειτουργία εγκάρσιας τομής |
forestr. | automatic cut functions | κοπής |
forestr. | automatic cut functions | αυτόματες λειτουργίες τομής |
industr., construct., met. | auxiliary cut | βοηθητική κοπή |
agric., industr., construct. | back-cut | εφαπτομενική πρίσις ξύλου |
agric. | belly cut | τομή ρίψεως |
industr., construct., chem. | bevelled cut | λοξοκοπή |
industr., construct., chem. | bevelled cut | Πλάγια κοπή |
industr., construct., mech.eng. | bias cut | πλάγια κοπή |
industr., construct., mech.eng. | bias cut | λοξοειδής κοπή |
industr., construct., chem. | bias cut staple fibre | ασυνεχής ίνα πλάγιας κοπής |
industr., construct., chem. | bias cut staple fibre | ασυνεχής ίνα ανομοιόμορφου μήκους |
life.sc., agric. | black cut worm | φαιοσκώληκας (Agrotis ipsilon) |
coal. | to blast a cut | ανατινάσσω προεκσκαφή |
hobby, transp., avia. | block cut | παράλληλο κόψιμο υφάσματος αλεξίπτωτου |
industr., construct., mech.eng. | boring cut | Κάθετη εγκοπή πριονιού καταδυτική εγκοπή πριονιού |
mater.sc., industr., construct. | box parts cut to size | κομμάτια κιβωτίου |
mater.sc., industr., construct. | box parts cut to size | στοιχεία κιβωτίου |
mater.sc., industr., construct. | box parts cut to size | εξαρτήματα κιβωτίου |
industr., construct., met. | breaking out cut | βοηθητική κοπή |
gen. | brisket cut | τεμάχιο στήθους που ονομάζεται "αυστραλιανό" |
agric. | brush cut-off | ρυθμιστική ψήκτρα |
econ. | budget cuts | περικοπές προϋπολογισμού |
econ. | budgetary cuts | περικοπές προϋπολογισμού |
coal. | burn cut | διάταξη παράλληλων διατρημάτων καναδικού τύπου |
coal. | burn-cut blasting | πυροδότηση με προεκσκαφή διατρημάτων τύπου burncut |
coal. | burn-cut blasting | έκρηξη με προεκσκαφή διατρημάτων τύπου burncut |
agric. | butt cut | κορμοτεμάχιον βάσεως |
agric. | butt cut | κορμοτεμάχιον στελέχους |
agric. | butt cut | πρεμνιαίον κορμοτεμάχιον |
chem. | center cut-out | μεσαία κοπή |
industr., construct., chem. | chamfered cut | Πλάγια κοπή |
industr., construct., chem. | chamfered cut | λοξοκοπή |
industr., construct. | cigarette paper cut to size | τσιγαρόχαρτο κομμένο σε κατάλληλο μέγεθος |
construct. | circular cut-water | ημικυκλικόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
construct. | circular nose cut-water | ημικυκλικόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
industr., construct., met. | clean cut | καθαρή κοπή |
insur. | clean cut basis | λογιστική ρύθμιση απαιτήσεων και υποχρεώσεων |
agric. | clear-cut community | φυτοκοινωνία υλοτομιών |
agric., industr. | coarse cut | φαρδιά κοπή |
agric., industr. | coarse-cut smoking tobacco | αδροκομμένος καπνός καπνίσματος |
industr., construct. | cone-cut veneer | Κωνικός ξυλοφλοιός από εκτύλιξη |
industr., construct. | cone cut veneer | φύλλο κομμένο με κωνοειδή διαμόρφωση |
construct. | continuous cement cut | αδιατάρακτη κοπή μπετού |
forestr. | counter cuts | οπισθοτομή |
agric. | crop and chuck and blade cuts | τεμάχια μπροστινών τετάρτων που ονομάζονται "αυστραλιανά" |
forestr. | cross-cut | εγκάρσια τομή |
forestr. | cross-cut | εγκάρσια κοπή |
forestr. | cross-cut area | περιοχή εγκάρσιας κοπής |
agric., mech.eng. | cross-cut saw | Πριόνι κοπής κάθετα προς τις ίνες |
gen. | Cross-cut test | Δοκιμή σταυροειδούς εγκοπής |
agric., industr., construct. | crown-cut | εφαπτομενική πρίσις ξύλου |
industr., construct., met. | cullet cut | σημάδι με μορφή αλυσίδας |
agric., industr. | curly cut | πολύ λεπτή κοπή |
agric., industr. | curly cut | τρίχωμα |
agric., industr. | curly cut | κατσαρή κοπή |
econ., commun., el. | to cut a connection | διακόπτω την επικοινωνία |
econ., commun., el. | to cut a connection | κόβω την επικοινωνία |
econ., commun., el. | to cut a connection | κόβω τη σύνδεση |
econ., commun., el. | to cut a connection | διακόπτω τη σύνδεση |
agric., construct. | to cut a ditch | εκσκάπτω τάφρους |
agric., construct. | to cut a ditch | εκσκάπτω χάνδακες |
agric., construct. | to cut a ditch | εκσκάπτω αύλακες |
agric., construct. | to cut a ditch | εκσκάπτω αγωγούς |
agric. | cut and burn shifting cultivation | περιτροπική γεωργία με χρήση φωτιάς |
construct. | cut and cover | εκσκαφή υπό κάλυψιν |
coal. | cut and fill | εναλλασσόμενη κοπή και λιθογόμωση |
med. | cut and patch | θραύση και επανένωση |
industr., construct. | cut and sewn | κοπτοράπτης |
construct. | cut-and-cover section | κεκαλυμμένον τμήμα διώρυγος |
coal. | cut-and-fill stoping | εναλλασσόμενη κοπή και λιθογόμωση |
med. | cut-and-paste transposition | μετάθεση αποκοπής-επικόλλησης |
gen. | to cut around | υπερδιάτρηση |
mater.sc. | cut away | τομή |
mater.sc. | cut away | όψη εγκάρσιας τομής |
agric. | cut-away coulter | οδοντωτό περιστρεφόμενο μαχαίρι |
agric., mech.eng. | cut-away disc | δίσκος με εγκοπές |
agric., mech.eng. | cut-away disc | οδοντωτός δίσκος |
industr., construct. | cut-away synchro | σύγχρο αποκοπής |
industr., construct. | to cut away the lining surplus | ψαλιδίζω τις φόδρες |
forestr. | to cut back | Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση |
industr., construct., met. | cut-back | διάβρωση στη στάθμη υαλομάζας |
chem. | cut back bitumen | ρευστοποιημένη άσφαλτος |
coal. | cut blasting | ανατίναξη μέσω διατρήματος προεκσκαφής |
anim.husb. | cut comb in honey | σύμμικτο μέλι |
industr. | cut corduroy | βελούδο και πλούσα υφαδιού κοτλέ |
industr. | cut corduroy | βελούδο και πλούσα υφαδιού κομμένο με ραβδώσεις κοτλέ |
tech., industr., construct. | cut counter | μετρητής κομματιών |
industr., construct. | cut crimped ruche | κομμένη κατσαρή τραχηλιά |
agric., industr. | cut filler | κομμένος καπνός γεμίσματος πούρων |
agric., industr. | cut filler | κομμένος καπνός γεμίσματος |
agric. | cut flower | δρεπτό άνθος |
agric. | cut flower | κομμένο άνθος |
agric. | cut flower | άνθος κομμένο |
agric., health., anim.husb. | cut from the carcass after cooling-off | τεμαχισμός του σφαγίου αφού κρυώσει εντελώς |
nat.sc., agric. | cut frozen after maturation | τεμάχιο που καταψύχεται μετά την ωρίμανση |
industr. | cut glass | ταγιαρισμένο γυαλί |
earth.sc., chem. | cut glass | κομμένο γυαλί |
mun.plan. | cut glass bead | λαξεμένη γυάλινη χάντρα |
industr., construct. | cut growth | ανάπτυξη τομής |
agric. | cut hard back an arm or a vine | κλάδεμα μέχρι τη βάση |
gen. | cut hole | διάτρημα προεκσκαφής |
tax. | cut in company taxation | ελάφρυνση της φορολογίας των επιχειρήσεων |
earth.sc., el. | cut-in current | ελάχιστο ρεύμα ενεργοποίησης ηλεκτρονόμου |
gen. | cut-in speed | ταχύτητα εισόδου |
forestr. | cut in the air | κόψιμο στον αέρα |
coal. | cut in the roof | διατρήματα οροφής |
tech., mech.eng. | cut-in-point | σημείο έναρξης |
life.sc., agric. | cut-leaf philodendron | φιλόδενδρο (Monstera deliciosa Liebm., Monstera deliciosa) |
industr., construct., chem. | cut length | μήκος κοψίματος ίναςυαλοβάμβαξ |
industr., construct., chem. | cut length | Mήκος ίνας |
agric. | cut line | γραμμή τομής |
industr., construct., chem. | cut line deviation | Aπόκλιση της γραμμής κοπής |
agric. | cut load harvester | συλλεκτική μηχανή-τεμαχιστική-φορτωτική καλάμων |
tech., industr., construct. | cut/loop pile | πέλος από κομμένες θηλιές |
med. | cut made at the joint | τεμαχισμός που γίνεται στην άρθρωση |
tech., industr., construct. | cut mark | μάρκα |
tech., industr., construct. | cut marker | σημειωτής κοπής στημονιού |
industr., construct., chem. | cut-neck ampoule | Aμπούλες με εύθραυστο |
industr., construct., chem. | cut-necked ampoule | Aμπούλες με εύθραυστο |
stat., scient. | cut off | διακοπή |
nat.sc., agric. | cut-off | λίμνη αποκοπής |
construct. | cut-off | διάφραγμα |
industr., construct. | to cut off | φινίρω το πέλος του υφάσματος |
industr., construct., met. | cut-off | κόψιμο με ψαλίδι |
earth.sc., geophys. | cut-off | κανάλι αποκοπής |
agric., industr. | cut-off | κοπή |
industr., construct., chem. | cut-off box | Ψυγείομε ορθογωνική διατομή |
gen. | cut-off clause | ρήτρα λαιμητόμου |
earth.sc., el. | cut-off connector | ρευματοδότης αποκοπής |
industr., construct., met. | cut-off corner | κομμένη γωνία |
econ. | cut-off date | ημερομηνία λήξης |
gen. | cut-off date | προθεσμία διάθεσης δωματίων |
gen. | cut-off date | ημερομηνία παράδοσης δωματίων |
construct. | cut-off ditch | τάφρος |
construct. | cut-off ditch | τάφρος απορροής |
construct. | cut-off ditch | τάφρος συγκεντρώσεως υδάτων επιφανειακής απορροής |
construct. | cut-off drain | τάφρος αποστραγγίσεως |
construct. | cut-off drain | αποστραγγιστική τάφρος |
industr., construct., met. | cut-off floor | πάτωμα χάραξης κοπής |
earth.sc. | cut-off frequency | οριακή συχνότητα |
industr., construct., chem. | cut-off gate | Bυθιζόμενο τάμπερMηχ.Διαμαντέ |
life.sc. | cut-off high | αποκομμένος αντικυκλώνας |
agric., industr. | cut-off knife | μαχαίρι κοπής |
mater.sc. | cut-off knife | μαχαίρι αποκοπής |
life.sc. | cut-off low | αποκομμένη ύφεση |
industr., construct., met. | cut-off man | σπάστης |
stat., scient. | cut-off method | συνοπτική μέθοδος |
agric. | cut-off nozzle | ακροφύσιο με πώμα |
agric. | cut-off nozzle | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας |
earth.sc., el. | cut-off power | ισχύς αποκοπής |
earth.sc., el. | cut-off rate | βαθμός αποκοπής |
econ., tax. | cut-off rules | κανόνας του οριακού φραγμού règle du butoir |
agric., industr., construct. | cut-off saw | μηχανή εκχονδρίσεως |
industr., construct., met. | cut-off scar suction fed | σημάδι κοψίματος |
mater.sc. | cut-off sealing | κομβιοσφράγιση |
mater.sc. | cut-off sealing | γραμμική σφράγιση |
mater.sc. | cut-off sealing | σφράγιση εκτομής |
mater.sc. | cut-off sealing | σφράγιση θερμού σύρματος |
mater.sc. | cut-off sealing | τύπος σφράγισης αποκοπής θερμού σύρματος |
agric. | cut-off shaft | συρματοστρίφτης-κόπτης |
construct. | cut off sheet piling | διάφραγμα πασσαλοσανίδων |
construct. | cut off sheet piling | πασσαλοσανίδα |
industr., construct., met. | to cut off the edges | κόβω τα μπορ |
industr., construct., met. | to cut off the edges | κόβω τα άκρα |
fin. | cut-off time | καταληκτική ώρα |
pharma. | cut-off value | τιμή αποκοπής |
chem. | cut-off value | τιμή διαχωρισμού |
earth.sc., el. | cut-off voltage | τάση αποκοπής |
construct. | cut-off wall | διαφραγματικός τοίχος |
construct. | cut off wall of sheetpiles | διάφραγμα πασσαλοσανίδων |
construct. | cut off wall of sheetpiles | πασσαλοσανίδα |
industr., construct., chem. | cut-out | Kορδόνι |
industr., construct., chem. | cut-out | αλυσσίδα μεταφοράς |
chem., el. | cut-out | βαλβίδα διακοπής λόγω πίεσης |
tech., industr., construct. | cut-out of shuttle | εγκοπή σαΐτας |
agric. | cut-out pawl | ρυθμιστική θυρίδα |
tech., mech.eng. | cut-out point | σημείο διακοπής |
gen. | cut-out speed | ταχύτητα αποσύνδεσης |
industr., construct. | to cut out the upper | λαξεύω τα ψίδια |
industr., construct. | to cut out the upper | κόβω τα ψίδια |
earth.sc., el. | cut-out voltage | τάση αυτόματης αποκοπής |
earth.sc., el. | cut-out voltage | τάση αποκλεισμού |
industr., construct., chem. | cut penetration | Διείσδυση ραγίσματος |
tech., industr., construct. | cut pile | κομμένο πέλος |
industr., construct. | cut-pile carpet | βελουδωτός τάπητας |
industr., construct. | cut pile fabrics | κομμένη πλούσα |
industr., construct. | cut plush | κοφτό βελούδο |
industr., construct. | cut plush | κοφτή φέλπα |
industr., construct. | cut presser | πρέσερ |
tech., industr., construct. | cut-presser fabric | ύφασμα πλεκτό γκοφρέ |
forestr. | cut quantity | ποσότητα κοπής (υλοτομίας) |
agric., industr. | cut rolled stem | κομμένος καπνός ελασματοποιημένων μίσχων |
agric. | cut rolled stem tobacco | κομμένος καπνός ελασματοποιημένων μίσχων |
industr., construct. | cut ruche | κομμένη τραχηλιά |
industr., construct., chem. | cut running | Kοπή με στρέψη |
industr., construct. | cut sheet rubber | αγγλικά φύλλα |
industr., construct., met. | cut sizes | διαστάσεις κοπής |
agric. | cut slice | προστατευτική ασπίδα |
industr., construct. | cut squirt | κινητός εκτοξευτήρας |
industr., construct. | cut staple | βαμβάκι μειωμένης αντοχής λόγω κακής εκκόκισης |
industr., construct. | cut staple | βαμβάκι με κομμένες ίνες από το καθαριστικό |
industr., construct., chem. | cut-stem ampoule | Aμπούλες με εύθραυστο |
agric., industr. | cut stems | κομμένοι μίσχοι |
industr., construct. | cut stone | χαραγμένη πέτρα |
agric., health., anim.husb. | cut surface | εγκάρσια τομή |
earth.sc., el. | cut-through | αντίσταση σε διείσδυση |
earth.sc., mater.sc. | cut-through resistance | αντίσταση στη διείσδυση |
mater.sc., industr., construct. | cut to size case components | στοιχεία κιβωτίου |
mater.sc., industr., construct. | cut to size case components | κομμάτια κιβωτίου |
mater.sc., industr., construct. | cut to size case components | εξαρτήματα κιβωτίου |
agric. | cut-to-completion cutting | ολική ξύλευση |
forestr. | cut-to-length method | μέθοδος κοπής σε κορμοτεμάχια καθορισμένου μήκους και αποκλάδωσης επί τόπου |
mater.sc. | cut-to-size sheet | φύλλο κομμένο στις επιθυμητές διαστάσεις |
agric. | cut up | τεμαχίζω |
agric. | cut up fryer | τεμαχισμένο κοτόπουλο για ψήσιμο |
agric. | to cut up into smaller pieces | κόβω σε φέτες |
agric. | cut-up ready-to-cook poultry | τεμαχισμένο σφάγιο πουλερικών |
agric. | to cut up shell fish | αφαιρώ τα κελύφη καρκινοειδών |
industr. | cut warp pile fabric | βελούδο και πλούσα στημονιού κομμένα |
med. | cut wound | τραύμα εντομής |
agric. | cuts or parts thereof | τα μέρη αυτά ή τα τεμάχιά τους |
agric. | cutter bar for high cut | μαχαίρι για κοπή μεγάλου ύψους |
agric. | cutter bar for high cut | κοινό μαχαίρι |
agric. | cutter bar for high cut | μαχαίρι για υψηλή κοπή |
agric. | cutter bar for low cut | μαχαίρι για χαμηλή κοπή |
agric. | cutter bar for low cut | μαχαίρι για κοπή μικρού ύψους |
agric. | cutter bar for middle cut | μαχαίρι για κοπή μέσου ύψους |
industr., construct., met. | deep cut | βαθύ ταγιάρισμα |
tech., industr., construct. | depth of cut-out of an outer serrated fixed bar | βάθος εγκοπής εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
tech., industr., construct. | depth of cut-out of shuttle | βάθος κοιλότητας σαΐτας |
tech., industr., construct. | depth of cut-out of shuttle | βάθος εγκοπής σαΐτας |
industr., construct. | device for cut-marking | σημειωτής για τόπια υφάσματος |
industr., construct., met. | diamant cut | ταγιάρισμα σχήματος διαμαντιού |
industr., construct., met. | diamond cut pattern | ταγιάρισμα σχήματος διαμαντιού |
industr., construct., mech.eng. | die-cut | τρυπώ με στιγέα |
industr., construct. | die-cut speciality | διατρηθέν είδος |
agric. | direct-cut grass silage | κατευθείαν ενσίρωση μετά την κοπή του χόρτου |
agric. | direct-cut grass silage | ενσίρωση υγρής χορτονομής |
agric. | direct cut silage | ενσίρωση νωπού χόρτου |
tech., industr., construct. | distance from end of bar to cut-out | απόσταση από το άκρο της ράβδου μέχρι την εγκοπή |
chem. | distillation cut | κλάσμα απόσταξης |
coal. | double cut | διατρήματα προεκσκαφής διπλής σπείρας |
mater.sc. | double sealing with single cut | διπλοσφράγιση μονής κοπής |
life.sc., construct. | drainage cut | τάφρος ευθυγραμμίσεως φυσικών κοιτών στραγγίσεως |
nat.sc., agric. | draw cut | κοπή με έλξη |
gen. | draw-cut | κατακρήμνιση |
earth.sc., el. | dual cut-out | διπλή διακοπή |
construct. | economic cut | οικονομική τομή |
industr., construct., chem. | edge cut | Kοπή άκρων |
earth.sc. | effective cadmium cut-off | ενεργό κατώφλι ενέργειας του καδμίου |
agric. | electronic regulation of cut height | ηλεκτρονικός προσδιορισμός του ύψους κοπής |
agric. | english cut FMC standard | τεμαχισμός αγγλικού τύπου |
med., life.sc. | epidemiological cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
construct. | equilateral cut-water | τριγωνικόν ράμφος βάθρου 60° |
construct. | equilateral cut-water | ισόπλευρον τριγωνικόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
forestr. | evenly cut sawlog | ομοιόμορφα κομμένο κορμοτεμάχιο |
industr., construct., mech.eng. | face cut | καπάκι κορμού |
mun.plan. | facet with sharp-cut edges | όψη με ζωηρές ακμές |
agric. | falling cut | Οπισθοτομή |
coal. | fan cut | διάταξη διατρημάτων ριπιδοειδούς τύπου |
chem., el. | fan failure cut-off | ασφάλεια ανεπάρκειας αέρα |
forestr. | felling cut | κύρια τομή |
forestr. | felling cut | τομή ρίψεως |
agric. | felling cut | Οπισθοτομή |
chem., el. | filling cut-off | διακόπτης πλήρωσης |
agric. | final cut | τελική υλοτομία |
agric., industr. | fine-cut | λεπτή κοπή |
agric., mater.sc. | fine-cut smoking tobacco | ψιλοκομμένος καπνός καπνίσματος |
agric., industr. | fine-cut smoking tobacco | λεπτοψιλοκομμένος καπνός καπνίσματος |
agric., industr. | fine-cut smoking tobacco | λεπτοκομμένος καπνός καπνίσματος |
mater.sc., construct. | fire cut | ζώνη αντιπυρικής προστασίας |
industr., construct., chem. | fired cut | Kόψιμο δια φλογός |
agric., industr. | Flake-cut | λεπιοειδής κοπή |
industr., construct., chem. | flame cut | Kόψιμο δια φλογός |
industr., construct. | flat cut | κοπή κορμού εφαπτομενικά |
industr., construct. | flat cut | εφαπτομενική πρίση |
forestr. | forced cross-cut | εξαναγκασμένη εγκάρσια τομή |
agric. | forequarter double ex-pistola cut | εμπρόσθιο τσατάλι |
agric. | forequarter ex-pistola cut | εμπρόσθιο τεταρτημόριο τύπου πιστόλα |
agric. | french cut or paris cut | τεμαχισμός γαλλικού τύπου |
agric. | frill cut | εντομή διά μεμονωμένων εγκοπών |
agric. | front-cut combine harvester | θεριζοαλωνιστική μηχανή με μετωπικό μαχαίρι |
agric. | full-cut share | υνί συνολικού εύρους |
agric. | full-cut share | υνί ολικής κοπής |
agric. | full-cut share | υνί μεγάλης κοπής |
gen. | gas-cut mud | πλύση με αέριο |
earth.sc., el. | generator cut-off | αποσύζευξη μίας γεννήτριας |
earth.sc., el. | generator cut-out | αποσύζευξη μίας γεννήτριας |
earth.sc., life.sc. | geomagnetic cut-off energy | γεωμαγνητική ενέργεια αποκοπής |
agric. | german cut DLG | τεμαχισμός γερμανικού τύπου DLG |
chem. | glass cut into lengths | γυαλί κομμένο κατά μήκος |
industr., construct. | glass cutting machine for cut-glass articles | μηχανή λάξευσης για ποτήρια |
industr., construct., met. | glass level cut | διάβρωση στη στάθμη υαλομάζας |
industr., construct. | glove with cut-away back for racing cyclists | γάντι κομμένο στο κάτω μέρος για ποδηλατιστές |
construct. | grout cut-off | διάφραγμα τσιμεντενέσεων |
construct. | grout cut-off | κουρτίνα τσιμεντενέσεων |
tax. | GSP cut-off | όριο ΣΓΠ |
industr., construct. | half rotary cut veneer | ξυλόφυλλο κομμένο με έκκεντρη περιστροφή |
industr., construct. | half rotary cut veneer | εκκεντρικό ξυλόφυλλο |
industr., construct. | half round cut | έκκεντρο ντερουλάζ |
industr., construct. | half round cut | έκκεντρη εκτύλιξη |
construct. | half round cut-water | ημικυκλικόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
industr., construct. | half-quartered cut | ημιακτινική πρίση ξύλου |
nat.sc., agric. | harvest cut | υλοτομία ωρίμων προϊόντων,εμπορεύσιμος συγκομιδή |
agric. | harvest cut | κυρία υλοτομία |
chem. | heart cut | κεντρικό κλάσμα |
agric. | height of cut | ύψος κοπής |
agric. | hide cut | τομή του δέρματος |
environ., agric. | higbee cut | θηλή προστασίας συνδέσμου εύκαμπτου σωλήνα |
chem., el. | high-pressure cut-off valve | βαλβίδα διακοπής από υπερπίεση |
agric. | hindquarter pistola cut | οπίσθιο τεταρτημόριο τύπου πιστόλα |
energ.ind., mech.eng. | holder cut-off | διακόπτης αεριοφυλακίου |
energ.ind., mech.eng. | holder cut-off | γενική βαλβίδα αεριοφυλακίου |
mater.sc. | hot-wire cut-off type seal | κομβιοσφράγιση |
mater.sc. | hot-wire cut-off type seal | σφράγιση θερμού σύρματος |
mater.sc. | hot-wire cut-off type seal | τύπος σφράγισης αποκοπής θερμού σύρματος |
mater.sc. | hot-wire cut-off type seal | σφράγιση εκτομής |
mater.sc. | hot-wire cut-off type seal | γραμμική σφράγιση |
agric. | improvement cut | καθυστερημένη εκκαθαριστική υλοτομία |
industr., construct. | indent cut | κοίλωμα |
industr., construct. | indent cut | εντομή |
agric., industr., construct. | industrial cut stock | πριστή ξυλεία βιομηχανικών διαστάσεων |
forestr. | insert cut in the hinge for large trees | βαθιά κοπή (μέχρι τη λωρίδα θραύσης για μεγάλα δέντρα) |
agric., tech. | intensity of cut | Σχετική ένταση υλοτομίας |
forestr. | intermediate cut | ενδιάμεσος υλοτομία |
gen. | inverted draw-cut | αντίστροφη κατακρήμνιση |
econ. | job cuts | κατάργηση θέσεων απασχόλησης |
industr., construct. | jointing guillotine with double-cut device | γκιλοτίνα σύνδεσης με συσκευή διπλής κοπής |
agric. | juice exuding from the cut ends | εκρέον φυτικό υγρό |
agric. | juice exuding from the cut ends | έκχυμα των κομμένων βλαστών |
agric. | Jupiter cut | κοπή Ζεύς |
agric. | Jupiter cut | κοπή Διός |
industr., construct. | knife-cut veneer | ξυλόφυλλο κομμένο με μαχαίρι |
nat.sc., agric. | lamella cut | κοπή λέπι |
nat.sc., agric. | lamella cut | κοπή έλασμα |
coal. | large hole cut | διατρήματα προεκσκαφής μεγάλης διαμέτρου |
agric. | leaf cut | κομμάτι φύλλου |
coal. | length of cut holes | βάθος διατρημάτων προεκσκαφής |
tech., industr., construct. | length of cut-out of shuttle | μήκος εγκοπής σαΐτας |
tech., industr., construct. | lining of cut-out of shuttle | επένδυση εγκοπής σατας |
tech., industr., construct. | lining of cut-out with bristles | επένδυση εγκοπής με τρίχες βούρτσας |
tech., industr., construct. | lining of cut-out with fur | επένδυση εγκοπής με δέρμα |
tech., industr., construct. | lining of cut-out with nylon loops | επένδυση εγκοπής με θηλιές πολυαμίδης |
tech., industr., construct. | lining of cut-out with plush | επένδυση εγκοπής με γούνα |
tech., industr., construct. | lining of cut-out without lining | εγκοπή χωρίς επένδυση |
industr., construct., chem. | long-cut neck ampoule | Aμπούλα με μακρύ λαιμό |
industr., construct., chem. | long-cut necked ampoule | Aμπούλα με μακρύ λαιμό |
industr., construct., chem. | long-cut stem ampoule | Aμπούλα με μακρύ λαιμό |
forestr. | lower notch cut | κάτω τομή |
forestr. | lower notch cut | οριζόντια κατευθυντική τομή |
chem., el. | low-pressure cut-off valve | βαλβίδα διακοπής από υποπίεση |
chem., el. | low-water cut-off | διακόπτης χαμηλής στάθμης νερού |
forestr. | main cut | οπισθοτομή |
forestr. | main cut | κύρια τομή |
forestr. | main cut | τομή ρίψεως |
agric. | meadow of two cuts | λιβάδι δύο κοπών |
nat.sc., agric., mech.eng. | meat cut while warm | τεμαχισμός κρέατος εν θερμώ |
agric. | meat primal cuts | τεμάχια κρέατος χονδρικής πωλήσεως |
agric. | meat wholesale cuts | τεμάχια κρέατος χονδρικής πωλήσεως |
nat.sc., agric. | merchantability cut | υλοτομία ωρίμων προϊόντων,εμπορεύσιμος συγκομιδή |
industr., construct., met. | metal line cut | διάβρωση στη στάθμη υαλομάζας |
coal. | Michigan cut | σπειροειδής διάταξη παράλληλων διατρημάτων |
coal. | Michigan cut | διάταξη παράλληλων διατρημάτων τύπου Michigan |
agric., industr., construct. | middle cut | μεταπρεμνιαίον κορμοτεμάχιον |
chem. | narrow cut | στενό κλάσμα |
agric. | narrow-cut share | υνί στενού εύρους |
agric. | nozzle cut-off valve | βαλβίδα αυτεπιστροφής ακροφυσίου |
industr., construct., chem. | olive cut | Mπίλια |
nat.sc., agric. | omega-cut | κοπή-ωμέγα |
agric. | one-cut shelterwood method | απομάκρυνσις παρακρατημάτων διά μιας |
construct. | open-cut | εκσκαφή εν ανοικτώ χώρω |
coal. | open-cut development | ανάπτυγμα ορυχείου υπαίθριας εκμετάλλευσης |
agric., construct. | open cut drainage | στράγγισις διά τάφρων |
agric., construct. | open cut drainage | αποστράγγιση δι΄ανοικτών αγωγών |
agric., construct. | open cut drainage | ανοικτή αποστράγγιση |
industr., construct., mech.eng. | out-cut milling | πλάνισμα κατά την αντίθετη φορά της κίνησης του ξύλου |
chem., el. | overheat cut-off device | θερμοστάτης ασφαλείας |
industr., construct., chem. | panel cut | Oρθογωνισμένη κοπή |
industr., construct., met. | panel cut | επιπέδωση |
industr., construct., met. | panel cut | ταγιάρισμα |
econ. | pay cut | μισθολογική μείωση |
tech., construct. | pilot cut | κοίτη-οδηγός |
fin., agric. | "pistola" cut | τομή "pistola" |
agric. | Pistola cut | τεμάχιο αποκαλούμενο pistola |
industr., construct., mech.eng. | plunging cut | Κάθετη εγκοπή πριονιού καταδυτική εγκοπή πριονιού |
construct. | pointed cut-water | αιχμηρόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
construct. | pointed nose cut-water | αιχμηρόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
agric., mech.eng. | portable blower to stack first and second cut hay | ο κινητός πνευματικός μεταφορέας εξυπηρετεί στην αποθήκευση της πρώτης και δεύτερης κοπής |
chem., el. | pre-cut column | στήλη ξεχοντρίσματος |
chem., el. | pre-cut column | στήλη μηχανικής προεπεξεργασίας |
industr., construct. | pre-cut system timber house | σπίτι από προκατασκευασμένη ξυλεία |
forestr. | pressure cut-off | οριακό σημείο πίεσης |
chem., el. | pressure cut-off | βαλβίδα διακοπής λόγω πίεσης |
earth.sc., el. | pressure switch cut-out period | χρόνος επενέργειας ρύθμισης |
industr., construct. | product with a clean-cut edge | προϊόν με κανονικά άκρα |
industr., construct. | quartered cut | τεταρτοκυκλική κοπή |
industr., construct. | quartered cut | κοπή κατά τεταρτημόριο κορμού |
industr., construct., mech.eng. | quarter-rotary-cut veneer | περιφερειακή κοπή τεταρτημορίου |
industr., construct. | radial cut | επιφάνεια ξύλου ακτινικής τομής |
industr., construct. | radial cut | τέταρτο |
agric. | regeneration cut | αναγεννητική υλοτομία |
agric. | regular-cut share | υνί μέσου εύρους |
earth.sc., el. | regulator switch cut-out period | χρόνος επενέργειας ρύθμισης |
chem. | removal of gasoline cut | απομάκρυνση του κλάσματος βενζίνης |
agric. | retail meat cuts | τεμάχια κρέατος λιανικής πωλήσεως |
nat.sc., agric. | rice cut-grass | λεερσία η ορυζοειδής (Asprella oryzoides Swartz, Leersia oryzoides Swartz) |
law | rip cut | εντομή |
industr., construct. | rose cut | λάξευση σε σχήμα τριανταφύλλου |
forestr. | rotary-cut veneer | ξυλόφυλλο με εκτύλιξη |
industr., construct. | rotary cut veneer | ξυλόφυλλο αποφλοίωσης κορμού |
agric., industr. | rough-cut smoking tobacco | αδροκομμένος καπνός καπνίσματος |
industr., construct., chem. | round cut | Kυκλική κοπή |
industr., construct., chem. | round cuts | ραβδώσεις |
industr., construct., met. | runner cut | αμυχές τροχίσματος |
nat.sc., agric. | saddle cut | κοπή σαμάρι |
chem., el. | safety cut-off | ασφαλιστική δικλείδα αυτόματης διακοπής |
chem., el. | safety cut-off valve | ασφαλιστική δικλείδα αυτόματης διακοπής |
stat. | sample cut | τομή-δείγμα |
forestr. | saw cut | εντομή πριονιού |
industr., construct. | saw-cut veneer | τεμαχισμένος καπλαμάς |
industr., construct. | saw-cut veneer | πριονισμένος καπλαμάς |
forestr. | saw cuts | τομές από πριόνι |
environ., industr., construct. | second cuts of wool | απόβλητα κουρέματος |
tech., industr., construct. | serrated bar with locating cut-out placed between end of bar and slot for drive | αυλακωτή ράβδος με εγκοπή μεταξύ άκρου ράβδου και αυλάκωσης |
tech., industr., construct. | serrated bar with locating cut-out placed between slot for drive and first serration | αυλακωτή ράβδος με εγκοπή μεταξύ αυλάκωσης και πρώτης ράβδωσης |
industr., construct. | sharp cut | αιχμηρό κόψιμο |
construct. | sharp cut-water | αιχμηρόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
construct. | sharp nose cut-water | αιχμηρόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
coal. | shatter cut | διάταξη παράλληλων διατρημάτων καναδικού τύπου |
industr., construct., met. | shear cut | κόψιμο με ψαλίδι |
chem. | short-cut calculation | απλοποιημένες μέθοδοι υπολογισμού |
agric. | short cut tongue | γλώσσα κοντοκομμένη |
construct. | shovel cut | εγκοπή διά πτύου |
coal. | side cut | πλευρικά διατρήματα προεκσκαφής |
agric., industr., construct. | side-cut | τελευταία σανίδα |
agric. | side-cut combine harvester | θεριζοαλωνιστική μηχανή με πλευρικό μαχαίρι |
construct. | sixty degree straight sharp cut-water | τριγωνικόν ράμφος βάθρου 60° |
construct. | sixty degree straight sharp cut-water | ισόπλευρον τριγωνικόν εμπρόσθιον ράμφος βάθρου |
industr., construct., mech.eng. | slab cut | καπάκι κορμού |
agric. | slatted cut | διαμπερής σωλήνας |
chem., mech.eng. | slow running cut off | συσκευή διακοπής καυσίμου βραδείας λειτουργίας |
coal. | spiral burn-cut | διάταξη παράλληλων διατρημάτων τύπου Michigan |
coal. | spiral burn-cut | σπειροειδής διάταξη παράλληλων διατρημάτων |
forestr. | square cut | ορθογωνισμένη ξυλεία ακτινικά |
industr., construct. | square-cut | ορθογωνισμένη ξυλεία |
industr., construct., chem. | square cut staple fibre | ασυνεχής ίνα τετραγωνικής κοπής |
agric. | 1st group of pork meat cuts | ομάδα τεμαχίων χοιρινού κρέατος Α' |
agric. | standard cut | βασικός τεμαχισμός |
agric. | Standing Group on Cut Flowers and Ornamental Plants | Μόνιμη Ομάδα Ανθοκομίας και Διακοσμητικών Φυτών |
industr., construct., chem. | star cut | Σκάλισμα αστεροειδές |
industr., construct., chem. | star-shaped cut | Σκάλισμα αστεροειδές |
industr., construct., met. | to start a cut | αρχίζω την κοπή με χτύπημα |
agric., food.ind. | storage of cuts | αποθεματοποίηση των τεμαχίων |
fin., agric. | straight cut | ευθεία τομή |
agric. | strip of flesh cut parallel to the backbone of a fish | λουρίδα σάρκας που κόβεται παράλληλα με τη ραχοκοκκαλιά του ψαριού |
industr., construct., met. | sugary cut | ανώμαλη κοπή |
agric., industr., construct. | tangential-cut | εφαπτομενική πρίσις ξύλου |
tax. | tax cuts | περικοπές φόρου |
tax. | tax cuts | φορολογική ελάφρυνση |
tax. | tax cuts | μείωση φόρου |
agric. | teat cut assembly | μονάδα αμέλγματος |
agric. | teat cut assembly | βραχίονας αμέλγματος |
agric. | teat cut assembly | θέση αμέλγματος |
agric. | teat cut assembly | σημείο αμέλγματος |
gen. | thermal cut-out | Θερμικός διακόπτης |
mater.sc. | thermoelectric safety cut-out | θερμοηλεκτρικός διακόπτης ασφαλείας |
mater.sc. | thermoelectric safety cut-out | θερμοηλεκτρική διακοπή ασφαλείας |
agric., industr. | tobacco in the form of whole or cut not stripped leaves | καπνός σε φύλλα ολόκληρα ή κομμένα μη απομισχωμένος |
chem. | tray cut | πλευρικό προϊόν |
coal. | triangle cut | διάταξη διατρημάτων προεκσκαφής τριγωνικού τύπου |
agric. | trimmed mead cuts | τεμάχια κρέατος περιποιημένα |
agric. | trimmed mead cuts | τεμάχια κρέατος ξακρισμένα |
construct. | uninterrupted cement cut | αδιατάρακτη κοπή μπετού |
forestr. | upper notch cut | άνω τομή |
forestr. | upper notch cut | λοξή κατευθυντική τομή |
agric. | utilization cut | συντελεστής διορθώσεως βοσκημένης εκτάσεως |
industr., construct., chem. | V-cut | Λοξότμηση σε V |
coal. | vertical wedge cut | βυθιζόμενα διατρήματα προεκσκαφής |
agric. | wave cut weeder | κυματερό σκαλιστήρι |
coal. | wedge cut | διάταξη διατρημάτων προεκσκαφής πρισματικού,κωνικού και τύπου V |
chem. | wide cut | ευρύ κλάσμα |
agric., industr. | width of cut | πλάτος κοπής |
tech., industr., construct. | width of cut-out of an outer serrated fixed bar | πλάτος εγκοπής εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
tech., industr., construct. | width of cut-out of shuttle | πλάτος εγκοπής σαΐτας |
med., life.sc. | wild-type cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
industr., construct. | wire-cut-brick | μηχανοποίητος οπτόπλινθος |
environ. | worked-out open cut | εξαντλημένο υπαίθριο ορυχείο |
environ. | worked-out open cut A mine where all the mineral that could be profitably exploited has been removed | εξαντλημένο υπαίθριο ορυχείο |
med., life.sc. | WT cut-off value | επιδημιολογική τιμή αποκοπής |
earth.sc. | X-cut crystal | κρύσταλλος X |
chem. | xylene-styrene cut | κλάσμα ξυλολίου-στυρολίου |
earth.sc. | Y-cut crystal | κρύσταλλος Y |