DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Transport containing construction | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a pavement /road construction/ with graded aggregate used as a roadbaseΟδόστρωμα με στρώση βάσης από θραυστά αδρανή καλά διαβαθμισμένα.
belt constructionκατασκευή σε σειρά
bored tunnel construction methodμέθοδος κατασκευής σηράγγων
box constructionκατασκευή ορθογωνίου προφίλ
breadboard constructionσυναρμολόγηση στον πάγκο
bridge, unit construction typeσυναρμολογούμενη γέφυρα
caisson tunnel construction methodκατασκευή τούνελ με τη μέθοδο σέϊσον
Cargo Ship Safety Construction CertificateΠιστοποιητικό Ασφάλειας Ναυπήγησης Φορτηγού Πλοίου
Cargo Ship Safety Construction Certificateπιστοποιητικό ασφαλείας όσον αφορά τη ναυπήγηση φορτηγού πλοίου
Cargo Ship Safety Construction CertificateΠιστοποιητικό ασφάλειας όσον αφορά την κατασκευή φορτηγού πλοίου
closed tunnel construction methodκλειστή κατασκευή τούνελ
Code for Construction and Equipment of Ships Carrying Dangerous Chemicals in BulkΚώδικας για την κατασκευή και τον τεχνικό εξοπλισμό πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες χημικές ουσίες
construction diagramδιάγραμμα κατασκευής
construction diagramδιάγραμμα συναρμολόγησης
construction from lightweight materialsκατασκευή με ελαφρά υλικά
construction from lightweight materialsελαφριά κατασκευή
construction in the open in timbered trenchκατασκευή εν ξηρώ σε όρυγμα συγκρατούμενο με ξυλεία
construction in the open inside a cofferdamκατασκευή εν ξηρώ μέσα σε πασσαλοσανίδες
construction, maintenance and repair of aircraftκατασκευή, συντήρηση και επισκευή αεροσκαφών
construction of a roadκατασκευή οδού
construction of a track on benched slopeκατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής στα πλευρά ενός λόφου
construction of a workκατασκευή έργου
construction of new tunnelsκατασκευή νέων υποσταθμών
construction of the trackκατασκευή της γραμμής
construction officeπαράγκα
construction officeγραφείο εργοταξίου
construction-site vehicleόχημα εργοταξίου
construction trafficεργοταξιακή κυκλοφορία
construction trestleπρόσκαιρο γεφύρωμα
construction trestleκατασκευαστικό γεφύρωμα
cut and cover tunnel construction methodανοιχτή κατασκευή τούνελ
foundation and construction operations. Plant for constructionεργασίες θεμελιώσεως και κατασκευής
geodetic constructionγεωδετική κατασκευή
integral construction"φέρουσα" κατασκευή των οχημάτων
International Code for construction and equipment of ships carrying dangerous chemicals in bulkΔιεθνής κώδικας σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες ουσίες
International Code for construction and equipment of ships carrying dangerous chemicals in bulkδιεθνής κώδικας του IMO σχετικός με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην επικίνδυνες ουσίες
International Code for construction and equipment of ships carrying dangerous chemicals in bulkκώδικας IBC
International Code for the Construction and Equipment of Ships Carrying Dangerous Chemicals in BulkΔιεθνής Κώδικας για την κατασκευή και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν επικίνδυνα χημικά χύμα
International Code for the Construction and Equipment of Ships Carrying Liquefied Gases in BulkΔιεθνής Κώδικας για την κατασκευή και τον εξοπλισμό πλοίων που μεταφέρουν υγροποιημένα αέρια χύμα
International Code for the construction and equipment of ships carrying liquefied gases in bulkΔιεθνής κώδικας σχετικός με με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια
International Code for the construction and equipment of ships carrying liquefied gases in bulkδιεθνής κώδικας του IMO σχετικός με με τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των πλοίων που μεταφέρουν χύδην υγροποιημένα αέρια
International Code for the construction and equipment of ships carrying liquefied gases in bulkκώδικας IGC
light sustaining constructionκατασκευή ανθεκτική στη φωτιά
lightweight constructionκατασκευή με ελαφρά υλικά
lightweight constructionελαφριά κατασκευή
lightweight constructionελαφρά κατασκευή
lightweight construction principleελαφρά κατασκευή κατά το βασικό σχέδιο
mixed constructionμικτή κατασκευή
Railway construction and operating regulationsκανονισμός κατασκευής και εκμετάλλευσης σιδηροδρόμων
rate construction ruleκανόνας διαμόρφωσης των ναύλων
rigid-shell constructionσταθερή μονοκόμματη κατασκευή οχημάτων
riveted constructionκαρφωτή κατασκευή
road constructionέργα οδοποιίας
road constructionοδοποιία
road construction and maintenance departmentδιεύθυνση οδοποιίας και γεφυροποιίας
road construction and maintenance departmentδιεύθυνση έργων οδοποιίας και γεφυροποιίας
road construction standardsπρότυπα οδοποιίας
road construction standardsκανονισμοί οδοποιίας
setting from temporary gantry or staging setting from construction trestleπόντιση από κατασκευαστικό γεφύρωμα
sharp bilged constructionναυπήγημα με πολύ επίπεδη γάστρα
shell constructionκελυφοειδής κατασκευή
steel frame constructionχαλύβδινος σκελετός
steel frame constructionχαλύβδινη φέρουσα κατασκευή
stream line constructionυδροδυναμική κατασκευή
stream line constructionκατασκευή με τη μορφή των γραμμών ροής
Timber constructionξύλινη κατασκευή
tubular constructionσωληνωτή κατασκευή
two-spar constructionκατασκευή δύο δοκών
two-spar constructionκατασκευή με δύο δοκούς
two-spar constructionδίδοκη κατασκευή
type of construction of shipτύπος κατασκευής πλοίου
vehicle having a roof of rigid constructionόχημα με ανένδοτη οροφή
vehicle having a roof of rigid constructionόχημα με σκληρή οροφή
vehicle having a roof of rigid constructionόχημα με άκαμπτη οροφή
vehicle of mixed constructionόχημα μικτής κατασκευής
vehicle of mixed constructionάμαξα μικτής κατασκευής
Working Party on Vehicle ConstructionΟμάδα εργασίας επί της κατασκευής οχημάτων