DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Chemistry containing auto | all forms | exact matches only
EnglishGreek
auto-flammabilityαυταναφλεξιμότητα ; αυτόματη ανάφλεξη ; αυτανάφλεξη
auto-ignitabilityαυτοαναφλεξιμότητα
auto-igniting propellantαυτοαναφλεγόμενο προωθητικό
auto-ignition temperatureθερμοκρασία αυταναφλέξεως
auto-oxidationαυτοοξείδωση
auto-samplerαυτόματος δειγματολήπτης
auto transferαυτόματη αλλαγή μπομπινών