Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Maltese
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
containing
accrual
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
account.
accrual
accounting
λογιστική σε δεδουλευμένη βάση
account.
accrual
accounting
λογιστική δεδουλευμένων
account.
accrual
-based accounting
λογιστική σε δεδουλευμένη βάση
stat., account.
accrual
basis
βάσει δημιουργίας αξίας/υποχρέωσης
econ.
accrual
basis
με βάση την περίοδο που αφορούν οι λογαριασμοί
market.
accrual
basis method
μέθοδος δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων
social.sc.
accrual
incentive
κίνητρο Βαρκελώνης
sec.sys.
accrual
rate
ποσοστό συσσώρευσης σύνταξης
fin.
accruals
and deferred income
ρυθμιστικοί λογαριασμοί παθητικού
econ.
accruals
-based accounting
λογιστική σε δεδουλευμένη βάση
fin.
accruals
basis
λογιστική βάση
econ.
accruals
basis
λογιστική σε δεδουλευμένη βάση
market.
accruals
concept
αρχή της περιοδολόγησης
market.
accruals
concept
αρχή οροθέτησης των περιόδων χρήσεως
fin.
accruals
principle
αρχή του δεδουλευμένου
fin.
accruals
principle
πραγματοποίηση των εσόδων/εξόδων
account.
accruals
principle
αρχή της εγγραφής κατά την ημέρα πραγματοποιήσεως
account.
accruals
principle
αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων
fin.
certificates of
accrual
on treasury securities
πιστοποιητικά τίτλων δημοσίου
sec.sys.
pension
accrual
rate
ποσοστό συσσώρευσης σύνταξης
market., fin.
receivable
accruals
δεδουλευμένες οφειλές
fin.
recognised on an
accrual
basis
καταχωρούμενο λογιστικώς με βάση την ημερομηνία πραγματοποίησης
account.
recording on an
accrual
basis
καταγραφή βάσει δημιουργίας αξίας/υποχρέωσης
market., fin.
tax
accrual
work papers
λογιστικά βιβλία και στοιχεία
Get short URL