DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Law containing accounts | all forms | exact matches only
EnglishGreek
accounts methodμέθοδος εκπτώσεων "βάση από βάση"
accounts of the Courtλογιστική υπηρεσία του Δικαστηρίου
administration of accountsδιαχείριση λογιστικών
agreed gang wage on account of piecework earningsσυμφωνημένη συλλογική αμοιβή για εργασία κατ'αποκοπή
attachment of bank accountτραπεζική κατάσχεση
balance of payments on current accountισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
business's capital accountκαθαρή θέση της επιχείρησης
cash receipts basis of accountingκαθεστώς είσπραξης
central accounting unitενιαίο κέντρο λογιστικής
checking of an accountεξακρίβωση ενός λογαριασμού
checking the accountsεξακρίβωση ενός λογαριασμού
combined group accountsσυνδυασμένοι λογαριασμοί του ομίλου
Common standard on reporting and due diligence for financial account informationπρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών
consolidation accountsμεταβατικό κλείσιμο με σκοπό την ενοποίηση
decision on extension of time limits on account of distanceαπόφαση περί παρεκτάσεως των προθεσμιών λόγω αποστάσεως
European Account Preservation Orderευρωπαϊκή διαταγή δέσμευσης λογαριασμού
European system for the attachment of bank accountsκατάσχεση τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων
extension of procedural time limits in order to take account of distanceπαρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως
failure to take account of observation submitted by the Member Stateπαράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος
group accounts returnμεταβατικό κλείσιμο με σκοπό την ενοποίηση
historic values entered into the accounts of the companyμεταφορά σε παλαιές αξίες στα βιβλία της εταιρείας
join on account of the connectionσυνεκδίκαση λόγω συναφείας
Nuclear Safety Account Agreementσυμφωνία για το λογαριασμό πυρηνικής ασφάλειας
presenting and auditing of accountsαπόδοση και εξέλεγξη των λογαριασμών
publication of accounts in ecusδημοσίευση λογαριασμών σε ECU
social accountingκοινωνική λογιστική
social accountingκοινωνική έκθεση
Standard for Automatic Exchange of Financial Account Informationπρότυπο αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών επί χρηματοοικονομικών λογαριασμών
taking foreign losses into accountσυνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό
taking into account of results for tax purposesφορολογικός συμψηφισμός των αποτελεσμάτων χρήσεως
taking into account subsidiary's lossesσυνυπολογισμός των ζημιών της θυγατρικής
taxpayer's individual accountατομικός λογαριασμός του υποκείμενου στο φόρο
the Commission shall take the utmost account of the opinion delivered by the committeeη Επιτροπή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής
trust accountκαταπιστευτικός λογαριασμός