Subject | English | Greek |
market. | administrative audit | διοικητικός έλεγχος |
comp., MS | administrator audit log | αρχείο καταγραφής ελέγχου διαχειριστή (An auditing record that records any action, based on a Windows PowerShell cmdlet, performed by an administrator. This can help the administrator troubleshoot configuration issues or identify the cause of security- or compliance-related problems) |
fin. | affiliate of an audit firm | συνδεδεμένη επιχείρηση ελεγκτικού γραφείου |
market. | an Audit Board consisting of auditors | μία Eπιτροπή Eλέγχου,που αποτελείται από ελεγκτές |
market., environ. | annual audit | ετήσιος έλεγχος |
account. | appropriate audit evidence | κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
market., construct. | audit and account charges | δαπάναι λογιστικού ελέγχου και εργασιών |
comp., MS | Audit and Control Management Server | Διακομιστής διαχείρισης παρακολούθησης και ελέγχου (A Microsoft Office product that provides non-intrusive auditing of changes made to Excel spreadsheets and Access databases, and supports alerts, notifications and automatic workflows based on user activities such as macro or formula changes) |
gen. | "... Audit and Discharge procedures ..." | Διαδικασίες ελέγχου και απαλλαγής |
account. | audit approach | μέθοδος ελέγχου |
market. | audit assistant | βοηθός ελεγκτής |
fin. | Audit Authority | ελεγκτικό συνέδριο |
law, fin. | audit based on records | έλεγχος βάσει εγγράφων |
fin. | audit based on records and if necessary, performed on the spot | έλεγχος βάσει εγγράφων και εν ανάγκη επί τόπου |
ed. | Audit Board | Eπιτροπή ελέγχου |
insur., sec.sys. | Audit Board | Eπιτροπή Λογαριασμών |
fin. | Audit Board | επιτροπή λογαριασμών |
fin. | Audit Board | επιτροπή ελέγχου |
gov., econ., account. | audit board | Επιτροπή Ελέγχου των Λογαριασμών |
gen. | audit carried out by the Court of Auditors | έλεγχος που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο |
account. | audit checklist | ερωτηματολόγιο ελέγχου |
market. | audit clerk | βοηθός ελεγκτής |
unions. | audit committee | ελεγκτική επιτροπή |
fin. | audit committee | Eπιτροπή λογιστικού ελέγχου |
econ., account. | audit committee | Επιτροπή Λογιστών |
account. | audit completion checklist | ερωτηματολόγιο ολοκλήρωσης του ελέγχου |
account. | audit conclusions | πορίσματα του ελέγχου |
environ. | audit cycle | κύκλος ελέγχου |
law, fin. | audit depth | ένταση του ελέγχου |
account. | audit evidence | αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
account. | audit evidence | αποδεικτικά στοιχεία |
gov. | audit expert | εμπειρογνώμων λογιστικού ελέγχου |
account. | audit extent | έκταση του ελέγχου |
market. | audit fees | αμοιβές ελεγκτών |
account. | audit field | πεδίο αναφοράς του ελέγχoυ |
fin., account. | audit field | πεδίο ελέγχου ; τομέας έρευνας |
law, fin. | audit field | πεδίο του ελέγχου |
account. | audit findings | διαπιστώσεις του ελέγχου |
account. | audit findings | διαπίστωση |
fin. | audit firm | εταιρεία ελέγχου |
busin., labor.org. | audit firm | ελεγκτικό γραφείο |
fin. | audit group | ομάδα ελέγχου |
IT | audit information | πληροφορία ελέγχου |
IT | audit information | ανίχνευση επιθεώρησης |
IT | audit information | ίχνος επιθεώρησης |
law, fin. | audit institution | ελεγκτικός οργανισμός |
law, fin. | audit intensity | ένταση του ελέγχου |
fin. | audit letter | επιστολή παρατηρήσεων προς τη διοίκηση |
fin. | audit letter | επιστολή συστάσεων προς τη διοίκηση |
fin. | audit letter | επιστολή ελέγχου |
gen. | audit management | διαχείριση του έργου διακριβώσεως |
law, fin. | audit manual | ελεγκτικό εγχειρίδιο |
law, fin. | audit memorandum | ανακεφαλαίωση ελέγχου |
comp., MS | audit mode | λειτουργία ελέγχου (The stage of the preinstallation process used to test a manufactured computer before it is delivered to the end user) |
health., environ. | audit monitoring | ελεγκτική παρακολούθηση |
account. | audit objective | στόχος του ελέγχου |
fin. | audit obligation | απαίτηση ελέγχου |
fin., econ. | audit of accounts | επαλήθευση των λογαριασμών |
market. | audit of assets | έλεγχος των περιουσιακών στοιχείων |
market. | audit of clerical accuracy | τυπικός έλεγχος βιβλίων |
fin. | audit of expenditure | έλεγχος των εξόδων |
fin. | audit of legality and regularity | έλεγχος νομιμότητας και κανονικότητας |
met. | audit of production and inspection controls | επιθεώρηση παραγωγής και συστημάτων ελέγχου |
fin. | audit of revenue | έλεγχος των εσόδων |
market. | audit office | γραφείο ελέγχου λογαριασμών |
gov. | Audit Office ECSC | ελεγκτήριο ΕΚΑΧ |
gen. | Audit Office ECSC | Ελεγκτήριο ΕΚΑΧ |
fin., econ., account. | audit on the basis of documents | έλεγχος βάσει εγγράφων |
account. | audit opinion | ελεγκτική γνώμη |
IT, dat.proc. | audit package | ελεγκτικό πακέτο |
gen. | Audit package | Τυποποιημένο σύστημα ελέγχου |
econ., fin. | audit partner | εταίρος ελεγκτής |
gen. | audit performed on the spot | επιτόπου έλεγχος |
gen. | audit performed on the spot | επιτόπιος έλεγχος |
gen. | audit personnel | προσωπικό διακριβώσεων |
account. | audit planning | σχεδιασμός του ελέγχου |
law, fin. | audit planning | προγραμματισμός του ελέγχου |
account. | audit planning checklist | ερωτηματολόγιο σχεδιασμού του ελέγχου |
law, fin. | audit planning memorandum | σχέδιο έρευνας |
comp., MS | audit policy | πολιτική ελέγχου (A policy that determines the security events to be reported to the network administrator) |
health. | audit procedure | διαδικασία ελέγχου |
account. | audit procedure | ελεγκτική διαδικασία |
commun. | audit process | διεργασία επιθεώρησης |
account. | audit programme | πρόγραμμα του ελέγχου |
account. | audit programme | πρόγραμμα ελέγχου |
fin. | audit recommendations | συστάσεις ελέγχου |
fin., account. | audit report | έκθεση ελέγχου |
corp.gov., account. | audit report of the official auditor | βεβαίωση του νομίμου ελεγκτού |
market. | audit report review | εξέταση της έκθεσης λογιστικού ελέγχου |
market. | audit requirement | υποχρέωση υποβολής σε έλεγχο |
fin. | audit requirement | απαίτηση ελέγχου |
fin. | audit requirements | απαιτήσεις ελέγχου |
account. | audit risk | ελεγκτικός κίνδυνος |
law, fin. | audit risk | κίνδυνος ελέγχου |
econ., account. | audit sample | δείγμα ελέγχου |
econ., account. | audit sampling | ελεγκτική δειγματοληψία |
econ., account. | audit sampling | δειγματoληψία |
gen. | audit schedule | πρόγραμμα διακριβώσεων |
account. | audit scope | εμβέλεια του ελέγχoυ |
account. | audit scope | έκταση του ελέγχου |
account. | audit scope paragraph | παράγραφος οριοθέτησης του ελέγχου |
fin. | Audit Service | Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου |
law, fin. | audit software | λογισμικό ελέγχου |
law, fin. | audit sphere | τομέας έρευνας |
fin. | audit standard | πρότυπo ελέγχου |
account. | audit strategy | στρατηγική ελέγχoυ |
fin. | audit structure | ελεγκτικό σύστημα |
fin. | audit structure | ελεγκτικός μηχανισμός |
fin. | audit structure | ελεγκτική δομή |
law, fin. | audit task | ελεγκτικό καθήκον |
account. | audit team | ελεγκτική ομάδα |
econ., fin. | audit team | ομάδα ελέγχου |
gen. | audit team | ομάς διακριβώσεων |
market. | audit test | δοκιμαστικός έλεγχος |
account. | audit testing | δειγματοληπτικές ελεγκτικές εργασίες |
IT, account. | audit trail | διαδρομή των ελέγχων |
IT | audit trail | ανίχνευση επιθεώρησης |
IT | audit trail | ίχνος επιθεώρησης |
IT | audit trail | πληροφορία ελέγχου |
fin., IT | audit trail | ημερολόγιο ελέγχου συναλλαγών |
fin., IT | audit trail | ημερολόγιο επιθεώρησης |
fin. | audit trail | διαδρομή ελέγχου |
health., agric. | audit trail | παρακολούθηση της πόρειας |
econ., IT, dat.proc. | audit trail | ελεγκτική ιχνηλάτηση |
fin. | audited accounts | ελεγμένος λογαριασμός |
account. | audited activity | ελεγχόμενη δραστηριότητα |
fin. | audited company | ελεγχόμενη εταιρεία |
transp., avia. | audited engineering simulation | εξομοίωση επιθεωρούμενης μηχανικής |
account. | audited entity | ελεγχόμενη οικονομική μονάδα |
market. | audited statement | λογιστικά ελεγμένη κατάσταση |
busin., labor.org., met. | auditing company | εντολοδόχος εταιρεία διαχείρισης |
law, fin. | auditing methods | ελεγκτικές μέθοδοι |
fin., econ. | auditing of accounts | επαλήθευση των λογαριασμών |
fin. | auditing of accounts | έλεγχος των λογαριασμών |
industr., construct., chem. | auditing of suppliers | αξιολόγηση προμηθευτών |
IT | auditing program | πρόγραμμα ελέγχου |
mater.sc. | auditing team | ομάδα ελεγκτών |
law, fin. | auditing techniques | τεχνικές ελέγχου |
busin., labor.org., account. | authorised to audit accounts | πρόσωπο αναγνωρισμένο για το λογιστικό έλεγχο |
market. | balance sheet audit | έλεγχος ισολογισμού |
IT | code audit | έλεγχος κώδικα |
account. | combined audit | ολοκληρωμένος έλεγχος |
polit. | Commissioner for Taxation and Customs Union, Audit and Anti-Fraud | Επίτροπος για Φορολογία, Τελωνεία, Στατιστικές, Εσωτερικό Έλεγχο και Καταπολέμηση της Απάτης |
polit. | Commissioner for Taxation, Customs, Statistics, Audit and Anti-Fraud | Επίτροπος για Φορολογία, Τελωνεία, Στατιστικές, Εσωτερικό Έλεγχο και Καταπολέμηση της Απάτης |
polit. | Committee for application of the regulation authorising voluntary participation by undertakings in the industrial sector in a Community eco-management and audit scheme EMAS | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού που επιτρέπει την εκούσια συμμετοχή επιχειρήσεων του βιομηχανικού τομέα σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου EMAS |
environ. | Committee on the Regulation allowing voluntary participation by organisations in a Community eco-management and audit scheme EMAS | Επιτροπή κανονισμού για την εκούσια συμμετοχή οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου EMAS |
environ. | Community Eco-audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογιστικού ελέγχου |
environ. | Community eco management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | Community eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | Community Eco-Management and Audit Scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
account. | competent audit evidence | κατάλληλο αποδεικτικό στοιχείο |
market. | complete audit | συνολικός έλεγχος |
law, fin. | comprehensive auditing | ολοκληρωμένος έλεγχος |
law, fin. | computer audit | πληροφορικός έλεγχος |
tax., IT | computer audit | ηλεκτρονικός λογιστικός έλεγχος |
IT | computer system audit | επιθεώρηση συστήματος υπολογιστή |
IT, account. | computer-assisted audit technique | τεχνική ελέγχoυ με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή |
IT | computer-system audit | έλεγχος συστήματος πληροφορικής |
account. | considering the work of internal audit | εξέταση και αξιολόγηση των εργασιών του τμήματος εσωτερικού ελέγχου |
account. | coordinated audit | συντονισμένος έλεγχος |
law, fin. | coordinated auditing | συντονισμένος έλεγχος |
account. | Court audit policies and standards | Μέθοδοι ελέγχου και ελεγκτικά πρότυπα του Συνεδρίου |
fin. | Court of Audit | ελεγκτικό συνέδριο |
law | Court of Audit | Ελεγκτικό Συνέδριο |
fin. | Court's power of audit | δικαίωμα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
market. | current audit file | τρέχων φάκελλος |
account. | designing an audit sample | καθορισμός ενός δείγματος ελέγχου |
fin. | desk audit | επιτόπιος έλεγχος |
fin. | desk audit | έλεγχος που πραγματοποιείται στους χώρους της εφορίας |
fin. | Directorate for Internal Audit | Διεύθυνση Εσωτερικής Επιθεώρησης |
fin. | Directorate-General for Audits | Γενική Διεύθυνση Ελέγχων |
h.rghts.act. | diversity audit | έλεγχος πολυμορφίας |
fin. | due diligence audit | διαδικασία δέουσας επιμέλειας |
fin. | due diligence audit | έλεγχος δέουσας επιμέλειας |
environ. | EC regulation on eco-management and audit | κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και |
fin., environ. | eco-audit | οικολογικός έλεγχος |
environ. | eco-audit | Οικολογικοί έλεγχοι |
environ. | eco-audit | οικολογιστικός περιβαλλοντικός έλεγχος |
environ. | eco-audit | περιβαλλοντική ελεγκτική |
fin., environ. | eco-audit | περιβαλλοντικός έλεγχος |
environ. | eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | eco-management and audit scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | eco-management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
polit. | Eco-management and audit scheme Unit EMAS | Μονάδα Συστήματος Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και Ελέγχου EMAS |
account. | efficient and effective audit approach | αποδοτική και αποτελεσματική στρατηγική ελέγχου |
econ. | energy audit | ενεργειακό ισοζύγιο |
energ.ind. | energy audit | ενεργειακός έλεγχος |
energ.ind. | energy audit | ενεργειακή διάγνωση |
environ. | environmental audit | οικολογιστικός περιβαλλοντικός έλεγχος |
environ. | environmental audit | οικο-λογιστικός περιβαλλοντικός έλεγχος |
fin., environ. | environmental audit | περιβαλλοντικός έλεγχος |
environ. | environmental auditing | περιβαλλοντική ελεγκτική |
environ. | environmental auditing An assessment of the nature and extent of any harm or detriment, or any possible harm or detriment, that may be inflicted on any aspect of the environment by any activity process, development programme, or any product, chemical, or waste substance. Audits may be designed to: verify or otherwise comply with environmental requirements; evaluate the effectiveness of existing environmental management systems; assess risks generally; or assist in planning for future improvements in environment protection and pollution control | περιβαλλοντική ελεγκτική |
fin., environ. | environmental auditing | περιβαλλοντικός έλεγχος |
environ. | environmental management and audit scheme | σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
environ. | environmental management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου |
environ. | environmental management and audit scheme | κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και ελέγχου |
law, fin. | extent of the audit | οριοθέτηση του ελέγχου |
market. | external audit | εξωτερικός έλεγχος |
polit., fin., econ. | external audit body | όργανο εξωτερικού ελέγχου |
fin. | External Audit Committee | Eπιτροπή Eξωτερικού Λογιστικού Eλέγχου |
law, fin. | external audit phases | φάσεις του εξωτερικού ελέγχου |
fin., account. | external auditing | εξωτερική επαλήθευση |
IT | external security audit | έλεγχος προσπέλασης στη μνήμη |
IT | external security audit | εξωτερικός έλεγχος συστήματος διασφάλισης |
agric. | farm audit | γεωργική επιθεώρηση |
agric. | farm auditing | γεωργική επιθεώρηση |
econ., account. | financial audit | δημοσιονομικός έλεγχος |
fin., account. | financial management audit | έλεγχος της δημοσιονομικής διαχείρισης |
IT | functional configuration audit | επιθεώρηση λειτουργικής διάρθρωσης |
social.sc. | gender audit | έλεγχος ως προς το φύλο |
law, fin. | general audit objective | γενικός στόχος ελέγχου |
fin., environ. | green auditing | περιβαλλοντικός έλεγχος |
law, fin. | horizontal audit | οριζόντιος έλεγχος |
econ., fin. | independent auditing | ανεξάρτητοι ελεγκτές |
tech. | independent technical audit | ανεξάρτητος τεχνικός έλεγχος |
market. | interim audit | ενδιάμεσος έλεγχος λογαριασμών |
account. | internal audit | εσωτερικός έλεγχος |
account. | internal audit | εσωτερική επαλήθευση |
account. | internal audit | εσωτερική πραγματογνωμοσύνη |
account. | internal audit | εσωτερική διακρίβωση |
account. | internal audit capability | μονάδα εσωτερικού ελέγχου |
market. | Internal Audit Division | τμήμα εσωτερικού ελέγχου |
polit. | Internal Audit Unit | Μονάδα Εσωτερικού Λογιστικού Ελέγχου |
polit. | Internal Audit Unit | Μονάδα εσωτερικού ελέγχου |
fin. | internal auditing | εσωτερικός έλεγχος |
fin. | Internal Auditing Board | Συμβούλιο εσωτερικού ελέγχου |
fin., environ. | internal environmental audit | περιβαλλοντικός έλεγχος |
IT | internal security audit | χαρακτηριστικά διασφάλισης |
IT | internal security audit | εσωτερικός έλεγχος διασφάλισης |
fin. | International Organisation of Supreme Audit Institutions | Διεθνής Οργανισμός των Ανωτάτων Οργάνων Ελέγχου |
fin., account. | International Standards on Auditing | διεθνές ελεγκτικό πρότυπο |
account. | joint audit | κοινός έλεγχος |
econ. | Joint Audit Committee | κοινή ελεγκτική επιτροπή |
econ., fin. | key audit partner | κύριος εταίρος εποπτείας |
law, fin. | key audit points | σημεία-κλειδιά του ελέγχου |
law | legal auditing | νομικός έλεγχος |
fin. | legality and regularity audit | έλεγχος νομιμότητας και κανονικότητας |
law, fin. | legality audit | έλεγχος νομιμότητας |
gen. | Lima Declaration of Guidelines on Auditing Precepts | Δήλωση της Λίμας για τις αρχές που διέπουν τους δημοσιονομικούς ελέγχους |
account. | limitation on the scope of the audit | περιορισμός του πεδίου των ελεγκτικών εργασιών |
account. | limitation on the scope of the audit | περιορισμός της έκτασης των εργασιών |
account. | limitation on the scope of the audit | περιορισμός της έκτασης του ελέγχου |
ed., social.sc. | linguistic audit | γλωσσική αξιολόγηση |
fin. | "long form" audit report | εκτενής έκθεση ελέγχου |
comp., MS | mailbox audit log | αρχείο καταγραφής ελέγχου γραμματοκιβωτίου (A log that is generated for each mailbox that has mailbox audit logging enabled. Log entries are stored in the Audits subfolder of the audited mailbox Recoverable Items folder) |
econ., fin. | management audit | χρηματοοικονομικός έλεγχος |
econ., fin. | management audit | εσωτερικός έλεγχος |
econ. | management audit | διαχειριστικός έλεγχος |
law, fin. | management-practice audit | έλεγχος των πρακτικών διαχείρισης |
med. | medical audit | ιατρικός έλεγχος |
fin., econ. | national audit body | εθνικό όργανο ελέγχου |
fin., account. | national audit institution | εθνικό όργανο ελέγχου |
law, fin. | National Audit Institution | Εθνικό ΄Ιδρυμα Ελέγχου |
fin. | National Audit Office | εθνική ελεγκτική υπηρεσία |
fin. | office audit | έλεγχος που πραγματοποιείται στους χώρους της εφορίας |
fin. | office audit | επιτόπιος έλεγχος |
IT | office data audits | ανάλυση δεδομένων κεντρικού σταθμού |
fin. | Official Audit Plan | Επίσημο Λογιστικό Πρόγραμμα |
law, fin. | operational audit | λειτουργικός έλεγχος |
market. | partial audit | περιορισμένος έλεγχος |
fin., account. | performance audit | έλεγχος διαχείρισης |
fin., account. | performance audit | έλεγχος της βελτιστοποίησης των πόρων value for money |
fin., account. | performance audit | έλεγχος της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης |
law, fin. | performance audit | έλεγχος απόδοσης |
law, fin. | permanent audit file | διαρκής φάκελλος |
busin., labor.org., account. | person responsible for carrying out the statutory audits of accounting documents | πρόσωπο υπεύθυνο υπεύθυνος για τον έλεγχο των λογιστικών εγγράφων |
account. | persuasiveness of audit evidence | πειστικότητα των ελεγκτικών τεκμηρίων |
IT | physical configuration audit | επιθεώρηση φυσικής διάρθρωσης |
account. | portion of the audit | τμήμα του ελέγχου |
gen. | post-audit conference | συνάντηση επομένη της διακριβώσεως |
fin., account. | post-audit quality review | αξιολόγηση εκ των υστέρων της ποιότητας του ελέγχου |
mater.sc. | post-auditing | εκ των υστέρων παρακολούθηση |
gen. | powers of audit | ελεγκτικές εξουσίες |
gen. | pre-audit conference | συνάντηση προηγουμένη της διακριβώσεως |
fin. | pre-audit questionnaire | προκαταρκτικό ερωτηματολόγιο |
gen. | to prejudice the audit powers of the Court of Auditors | θίγω το δικαίωμα ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
market. | preliminary audit | ενδιάμεσος έλεγχος λογαριασμών |
fin., econ. | presenting and auditing accounts | απόδοση και εξέλεγξη των λογαριασμών |
fin. | presenting and auditing accounts | η απόδοση και ο έλεγχος των λογαριασμών |
fin. | presenting and auditing accounts | απόδοση και έλεγχος των λογαριασμών |
law, fin. | presenting and auditing of accounts | απόδοση και εξέλεγξη των λογαριασμών |
gov. | principal audit officer | κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής |
fin., econ. | procedure for presenting and auditing accounts | λεπτομέρειες που αφορούν την απόδοση και τον έλεγχο των λογαριασμών |
law | profit-and-loss audit | έλεγχος απόδοσης |
fin., busin. | pure audit firm | καθαρά ελεγκτικό γραφείο |
gen. | quality assurance audit records | αρχεία στοιχείων της διακριβώσεως του ποιοτικού ελέγχου |
environ. | quality audit | ποιοτικός έλεγχος |
law, commun., tech. | quality audit | επιθεώρηση ποιότητας |
tech. | quality audit | επιθεώρηση της ποιότητας |
tech. | quality audit observation | παρατήρηση κατά την επιθεώρηση της ποιότητας |
law, fin. | quality of audit performed | ποιότητα του διενεργηθέντος ελέγχου |
account. | reasonable audit evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο ελέγχου |
account. | reasonable audit evidence | εύλογο αποδεικτικό στοιχείο |
account. | recurrent audit | επαναλαμβανόμενος έλεγχoς |
econ., account. | regularity audit | δημοσιονομικός έλεγχος |
law, fin. | regularity audit | έλεγχος κανονικότητας |
account. | relevant audit evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία |
account. | relevant audit evidence | συναφή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
account. | relevant audit evidence | συναφή ελεγκτικά τεκμήρια |
account. | reliable audit evidence | αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
market. | restricted audit | περιορισμένος έλεγχος |
transp., mil., grnd.forc. | road safety audit | έλεγχος της οδικής ασφάλειας |
gen. | safety audit | έλεγχος |
account. | scope of the audit | εμβέλεια του ελέγχoυ |
IT | security audit | ελεγκτής διασφάλισης |
IT | security audit | έλεγχος διασφάλισης |
fin., IT | security audit trail | ημερολόγιο ελέγχου συναλλαγών |
fin., IT | security audit trail | ημερολόγιο επιθεώρησης |
account. | selected audit | επιλεγμένο ελεγκτικό καθήκον |
law, fin. | selective audit | κατευθυνόμενος έλεγχος |
gov. | senior audit officer | ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής |
fin. | "short form" audit report | σύντομη έκθεση ελέγχου |
econ. | single audit | ενιαίος έλεγχος |
econ. | "single audit" model | πρότυπο "ενιαίου ελέγχου" |
empl. | social audit | κοινωνικός έλεγχος |
econ. | social audit | κοινωνικός απολογισμός |
el. | software audit | ανασκόπηση λογισμικού |
el. | software audit | ανάλυση στοιχείων λογισμικού |
fin., account. | sound financial management audit | έλεγχος διαχείρισης |
fin., account. | sound financial management audit | έλεγχος της βελτιστοποίησης των πόρων value for money |
fin., account. | sound financial management audit | έλεγχος απόδοσης |
fin., account. | sound financial management audit | έλεγχος της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης |
market. | special audit of transactions | έλεγχος των συνηθισμένων λογιστικών εγγράφων μιάς ορισμένης χρονικής περιόδου |
law, fin. | specific audit objective | ειδικός στόχος ελέγχου |
corp.gov., account. | statutory audit | νόμιμος έλεγχος |
account. | statutory audit | υποχρεωτικός έλεγχος |
market., fin. | strategic-planning audit | έλεγχος του στρατηγικού προγραμματισμού |
tech. | study audit | εσωτερικός έλεγχοςaudit |
gen. | Study Audits Guidance for the conduct of - | Ελεγχος των εργαστηριακών μελετών Οδηγίες για τη διεξαγωγή των - |
account. | substantive audit procedures | διαδικασίες επαλήθευσης |
account. | sufficient audit evidence | επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου |
fin. | Supreme Audit Office | Ανώτερο Ελεγκτικό Συνέδριο |
fin., IT | system trace audit number | αριθμός ελέγχου συναλλαγής |
fin. | systems-based audit method | μέθοδος ελέγχου των συστημάτων |
fin. | systems-based audit method | τεχνική ελέγχου των συστημάτων |
tax. | tax field audit | φορολογικός έλεγχος |
tech. | technology audit | τεχνολογικός έλεγχος |
fin., econ. | the audit of expenditure shall be carried out on the basis both of commitments undertaken and payments made | ο έλεγχος των εξόδων διενεργείται βάσει των αναληφθεισών υποχρεώσεων και των πραγματοποιηθεισών πληρωμών |
fin., econ. | the audit of revenue shall be carried out on the basis both of the amounts established as due and the amounts actually paid to the Community | ο έλεγχος των εσόδων διενεργείται βάσει των ποσών που βεβαιώνονται ως οφειλόμενα και των ποσών που πράγματι καταβάλλονται στην Κοινότητα |
gen. | the audit shall, if necessary, be performed on the spot | ο έλεγχος ενεργείται εν ανάγκη επί τόπου |
law | the Court of Auditors shall carry out the audit | το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών |
patents. | the yearly audit reports on the accounts | ετήσιες εκθέσεις ελέγχου των λογαριασμών |
account. | third-country audit entity | ελεγκτική οντότητα τρίτης χώρας |
account. | tolerable audit risk | αποδεκτός κίνδυνος ελέγχου |
market. | transaction audit | έλεγχος των συνηθισμένων λογιστικών εγγράφων μιάς ορισμένης χρονικής περιόδου |
gen. | unannounced audit | διακρίβωση χωρίς προαναγγελία |
construct., mun.plan., industr. | urban compatibility audit | έλεγχος συμβατότητας ως προς τις πόλεις |
fin., account. | value-for-money audit | έλεγχος της βελτιστοποίησης των πόρων value for money |
fin., account. | value-for-money audit | έλεγχος της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης |
fin., account. | value-for-money audit | έλεγχος διαχείρισης |
fin., account. | value-for-money audit | έλεγχος απόδοσης |
market., environ. | yearly audit of financial statements | ετήσιος έλεγχος |