English | Greek |
to accept an account unconditionally | αποδέχομαι λογαριασμό αυτοδίκαια |
to accept un account automatically | αποδέχομαι λογαριασμό αυτοδίκαια |
acceptance of an account | αποδοχή λογαριασμού |
account certification | πιστοποίηση των λογαριασμών |
account denominated in ecus | λογαριασμός εκφρασμένος σε Ecu |
account for charges | λογαριασμός προμηθειών |
account for payment | λογαριασμός πληρωμής |
account holder | πελάτης |
account holder | δικαιούχος λογαριασμού |
account holder | κάτοχος λογαριασμού |
account identification-2 | αριθμός λογαριασμού προορισμού |
account identification | αριθμός λογαριασμού |
account identification-1 | αριθμός λογαριασμού εκκίνησης |
account identification length | έκταση ταυτότητας λογαριασμού |
account of budgetary expenditure and revenue | λογαριασμοί προϊόντων και δημοσιονομικών επιβαρύνσεων |
account of own resources | λογαριασμός "ιδίων πόρων" |
account-only check | επιταγή προς κατάθεση |
account-only check | επιταγή μόνο για πίστωση λογαρισμού |
account-only check | δίγραμμη επιταγή |
account opening | άνοιγμα λογαριασμού |
account owed to credit institutions | ποσά οφειλόμενα σε πιστωτικά ιδρύματα |
account owed to credit institutions | οφειλή σε πιστωτικά ιδρύματα |
account owner bank | τράπεζα τήρησης λογαριασμού |
account payable | πληρωτέο χρέος |
account payable | υποχρέωση |
account payable | χρέος |
account payable | πιστωτικός λογαριασμός |
account payee | επιταγή μόνο για πίστωση λογαρισμού |
account payee | επιταγή προς κατάθεση |
account payee | δίγραμμη επιταγή |
account provider | πάροχος του λογαριασμού |
account receivable | χρεωστικός λογαριασμός |
account receivable | ισχύον χρέος |
account receivable | εισπρακτέο χρέος |
account servicing bank | τράπεζα εξυπηρέτησης λογαριασμού |
account servicing bank's reference | στοιχεία Τραπέζης του λογαριασμού |
account statement | αντίγραφο κίνησης λογαριασμού |
account with bank | πληρώσετε μέσω...Τραπέζης |
account with bank | χρηματοπιστωτικός οργανισμός δικαιούχου |
account with bank | πληρώσετε εις |
account with bank | Τράπεζα δικαιούχου |
accounting adjustment | λογιστική αναπροσαρμογή |
Accounting and Monetary Income Committee | Επιτροπή Λογιστικής και Νομισματικού Εισοδήματος |
accounting commitment | λογιστικές αναλήψεις |
accounting commitments | λογιστική ανάληψη υποχρεώσεων |
accounting control | Λογιστικός έλεγχος |
accounting currency | νόμισμα-φορέας |
accounting currency | λογιστικό νόμισμα |
Accounting Directive | λογιστική οδηγία |
Accounting Directives Contact Committee | επιτροπή επαφών για τις οδηγίες για τα λογιστικά |
accounting document | ορθά στοιχεία |
accounting document | λογιστικά στοιχεία |
accounting entry | λογιστική εγγραφή |
accounting error | λογιστικό σφάλμα |
accounting group | λογιστική ομάδα |
accounting instrument | μέσο λογιστικής καταχώρισης |
accounting office | γραφείο που τηρεί τρέχοντα λογαριασμό |
accounting officer | υπόλογος |
accounting officer and imprest administrator | υπόλογος |
accounting plan | λογιστικό σύστημα |
accounting portfolio | λογιστικό χαρτοφυλάκιο |
accounting procedure | λογιστικές διατάξεις |
accounting regime | λογιστικό καθεστώς |
accounting separation | λογιστικός διαχωρισμός |
accounting system | οικονομικές καταστάσεις |
accounting system | λογαριασμοί |
accounts for the current financial year | λογαριασμός του τρέχοντος οικονομικού έτος |
accounts for the current financial year | λογαριασμός του τρέχοντος οικονομικού έτους |
accounts kept by the double entry method | μέθοδος λογιστική καλούμενη "διπλογραφική μέθοδος" |
accounts of budgetary expenditure and revenue | λογαριασμοί προϊόντων και δημοσιονομικών επιβαρύνσεων |
accounts of cash or materials | λογαριασμοί ταμείου και υλικών |
accounts payable | λογιστικές χρεώσεις |
accounts payable | λογιστικές υποχρεώσεις |
accounts receivable turnover | σύνολο εισπρακτέων λογαριασμών |
accounts with third parties | λογαριασμοί τρίτων |
adjustment account | εγγραφή τακτοποιήσεως |
adjustment to take account of conditions of implementation | προσαρμογή στους όρους εκτέλεσης |
administered account | λογαριασμός υπό διαχείριση |
administrative account | διοικητικός λογαριασμός |
administrator of imprest accounts | υπόλογος παγίων προκαταβολών |
advance in current account | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
advance on current account | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
Advisory Committee on the Accounts of Railway Undertakings | συμβουλευτική επιτροπή για τη λογιστική των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων |
aggregate account | συνολικός λογαριασμός |
to agree accounts | εκκαθαρίζω λογαριασμούς |
Agreement in the form of exchanges of letters between the European Community and the European Bank for Reconstruction and Development on the contribution of the Community to the nuclear safety account | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης σχετικά με τη συνεισφορά της Κοινότητας στο λογαριασμό "πυρηνική ασφάλεια" |
allocated account | ειδικός λογαριασμός μετάλλου |
analytical accounts | αναλυτική λογιστική εκμετάλλευσης |
analytical accounts | κοστολόγηση |
analytical accounts | αναλυτική λογιστική |
annex to the revenue and expenditure account | παράρτημα του λογαριασμού διαχείρισης |
annual accounts | χρηματοοικονομικές καταστάσεις |
annual accounts | ετήσιοι λογαριασμοί |
annual own accounts of a company | μη ενοποιημένοι ετήσιοι λογαριασμοί |
appropriation account | λογαριασμοί χρησιμοποίησης |
appropriation account | λογαριασμός χρησιμοποίησης |
appropriation accounts | λογαριασμός χρησιμοποίησης |
assistant accounting officer | βοηθός υπόλογος |
audit of accounts | επαλήθευση των λογαριασμών |
audited accounts | ελεγμένος λογαριασμός |
audited statement of the accounts | ελεγμένος ετήσιος ισολογισμός |
auditing of accounts | επαλήθευση των λογαριασμών |
auditing of accounts | έλεγχος των λογαριασμών |
automated system of budgetary and accounting information | αυτοματοποιημένο σύστημα προϋπολογιστικών και λογιστικών πληροφοριών |
auxiliary imprest accounting | επικουρικό λογιστήριο των καθεστώτων προκαταβολών |
balance sheet account | λογαριασμός του ισολογισμού |
balance sheet accounts | λογαριασμοί ισολογισμού |
balanced accounts | κλεισμένοι λογαριασμοί |
balancing accounts | συμψηφιστικοί λογαριασμοί |
bank account | τραπεζικός λογαριασμός |
bank account switching | μεταφορά τραπεζικού λογαριασμού |
bank accounts | μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις-Τράπεζες |
bank accounts | Τράπεζες-λογαριασμοί βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων |
bear account | αναμονή χρηματιστή για αγορά |
beneficiary account identification | κωδικός δικαιούχου/λογαριασμού |
beneficiary's financial institution account identification | στοιχεία λογαριασμού χρηματοπιστωτικού οργανισμού του δικαιούχου |
blocked account | δεσμευμένος λογαριασμός |
book of accounts | λογιστικό βιβλίο |
booking of expenditures to the accounts on the basis of advances which are assigned to the year in question | υπολογισμός των προκαταβολών που αφορούν το τρέχον οικονομικό έτος |
budget accounts | λογαριασμοί του προϋπολογισμού |
budget accounts | λογιστική καταχώρηση στον προϋπολογισμό |
budget outturn account | λογαριασμός δημοσιονομικού αποτελέσματος |
budget outturn account | λογαριασμός αποτελέσματος της εκτέλεσης του προϋπολογισμού |
budgetary accounts | λογιστική του προϋπολογισμού |
budgetary accounts | λογαριασμοί του προϋπολογισμού |
budgetary outturn account | λογαριασμός αποτελέσματος της εκτέλεσης του προϋπολογισμού |
budgetary outturn account | λογαριασμός δημοσιονομικού αποτελέσματος |
budgetary unit of account in force | ισχύουσα λογιστική μονάδα του προϋπολογισμού |
Buffer Stock Account | λογαριασμός ρυθμιστικού αποθέματος |
building account | λογαριασμός στεγαστικού ταμιευτηρίου |
bull account | θέση κερδοσκόπου που προσβλέπει σε ανατίμηση |
business accounts | εμπορική λογιστική |
to buy for the account | αγοράζω επί προθεσμία |
capital account | λογαριασμοί μονίμων κεφαλαίων |
capital account | λογαριασμός κεφαλαίου |
capital account liberalisation | ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων |
capital account liberalisation | ελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων |
capital account of balance of payments | λογαριασμός κεφαλαίων του ισοζυγίου πληρωμών |
capital account of balance of payments | ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων |
cardholder accounts transfer | μεταφορά ποσού μεταξύ λογαριασμών κομιστή κάρτας |
cargo accounts settlement system | σύστημα διακανονισμού λογαριασμών αεροπορικών μεταφορών |
cash account | ταμειακή διαχείριση |
cash account | λογαριασμοί ταμείου |
cash account | λογαριασμός ταμείου |
cash accounts | λογαριασμοί ισολογισμού |
cash and bank sight accounts | μετρητά και τραπεζικοί λογαριασμοί όψεως |
certification of accounts | πιστοποίηση των λογαριασμών |
certifying of accounts | πιστοποίηση των λογαριασμών |
cheque only for account | επιταγή μόνο για πίστωση λογαρισμού |
cheque only for account | επιταγή προς κατάθεση |
cheque only for account | δίγραμμη επιταγή |
to clear the accounts | εκκαθαρίζω λογαριασμούς |
clearance of accounts | εκκαθάριση λογαριασμών |
clearance of accounts decision | απόφαση εκκαθάρισης |
clearance of previous years'accounts | εκκαθάριση των προηγουμένων οικονομικών ετών |
clearing account | ενοποιημένος λογαριασμός εξόδων |
clearing account | τρεχούμενος λογαριασμός |
clearing account with the National Bank | ενοποιημένος λογαριασμός εξόδων |
clearing account with the National Bank | τρεχούμενος λογαριασμός |
close of accounts for a financial year | υποβολή των λογαριασμών του οικονομικού έτους |
close of accounts for each financial year | υποβολή των λογαριασμών κάθε οικονομικού έτους |
close of the accounts | υποβολή των λογαριασμών |
to close the accounts | εκκαθαρίζω λογαριασμούς |
closing the accounts | κλείσιμο των λογαριασμών |
closure of accounts | κλείσιμο των λογαριασμών |
collateral account | λογαριασμός βοηθητικού δανείου |
collective safekeeping account | γενικός λογαριασμός μετάλλου |
company accounting in euros | κατάρτιση λογιστικών καταστάσεων των εταιρειών σε ευρώ |
company accounts | λογιστική εταιρειών |
compulsory deposits in a blocked account with the Central Bank | υποχρεωτικές καταθέσεις σε δεσμευμένο λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας |
computerised accounting system | σύστημα λογιστικής καταχώρησης με τη βοήθεια υπολογιστή |
consistent accounting methods | σταθερή εφαρμογή των λογιστικών μεθόδων |
consolidated accounts | ενοποιημένος λογαριασμός |
consolidated accounts of companies | ενοποιημένος λογαριασμός εταιρείας |
consolidated annual accounts | ενοποιημένοι ετήσιοι λογαριασμοί |
consolidated revenue and expenditure account | ενοποιημένος λογαριασμός |
consolidated revenue and expenditure account | ενοποιημένος λογαριασμός διαχείρισης |
consolidated revenue and expenditure account of the general budget of the European Communities | ενοποιημένος λογαριασμός διαχείρισης του γενικού προϋπολογισμού των Κοινοτήτων |
convertion of sums expressed in units of account into national currencies | μέθοδος μετατροπής σε εθνικά νομίσματα των ποσών που εκφράζονται σε λογιστικές μονάδες |
cost accounting | λογιστική καταγραφή κόστους |
cost accounting | κοστολόγηση |
creation of imprest accounts | δημιουργία των πάγιων προκαταβολών |
to credit sums to an account | πιστώνω ποσά σε λογαριασμό |
credits to the accounts by simple book entry | πιστώσεις λογαριασμών με απλή λογιστική εγγραφή |
current account | τρέχων λογαριασμός |
current account | ενοποιημένος λογαριασμός εξόδων |
current account | τρεχούμενος λογαριασμός |
current account advance | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
current account balance A+B | ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγώνΑ+Β |
current account credit | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
current account of balance of payments | τρέχων λογαριασμός του ισοζυγίου πληρωμών |
current cost accounting | λογιστική τρέχοντος κόστους |
current cost accounting | λογιστική καταγραφή τρέχοντος κόστους |
current postal account | τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός |
custody account analysis | ανάλυση λογαριασμού παρακατάθεσης |
custody account bookkeeping | τήρηση λογαριασμών κινητών αξιών που βρίσκονται σε παρακατάθεση |
date when the account for revenue and expenditure is submitted | ημερομηνία υποβολής του λογαριασμού διαχειρίσεως |
debits from the account by simple book entry | χρεώσεις λογαριασμού με απλή λογιστική εγγραφή |
decisions on clearance of accounts | απόφαση εκκαθάρισης |
decommitment and value adjustments entered in the accounts | αποδέσμευση και επανεκτίμηση που έχουν καταχωρισθεί λογιστικά |
deposits in the accounts | καταθέσεις στους λογαριασμούς |
deputy accounting officer | βοηθός υπόλογος |
disclosure of accounts | δημοσιότητα των λογαριασμών |
discretionary account | λογαριασμός τον οποίο διαχειρίζεται τρίτο πρόσωπο ύστερα από εξουσιοδότηση του κατόχου |
distribution of income account | λογαριασμός διανομής εισοδήματος |
documents supporting the accounts | δικαιολογητικά που στηρίζουν τις εγγραφές |
double signature account | λογαριασμός διπλής υπογραφής |
double-entry accounting | μέθοδος λογιστική καλούμενη "διπλογραφική μέθοδος" |
drawing on the General Account | τράβηγμα από το Γενικό Λογαριασμό |
drawing on the General Account | ανάληψη από το Γενικό Λογαριασμό |
drawing on the General Resources Account | τράβηγμα από το Γενικό Λογαριασμό |
due from account | λογαριασμός Nostro |
due to account | λογαριασμός Vostro |
due to account | λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης |
due to account | λογαριασμός Loro |
earmarked account | λογαριασμός για ειδικό σκοπό |
economic accounts for agriculture | οικονομικός γεωργικός λογαριασμός |
economic outturn account | λογαριασμός οικονομικού αποτελέσματος |
to enter an advance in a suspense account | εγγράφω προκαταβολή σε προσωρινό λογαριασμό |
to enter expenditure in the accounts | εγγράφω δαπάνες |
enter in the account | εγγράφω στο λογαριασμό |
enter in the accounts | καταχωρίζω |
enter in the accounts | καταλογίζω |
to enter into the accounts | οι δαπάνες εμφανίζονται λογιστικά |
to enter the commitments in the accounts | καταχωρίζω αναλήψεις υποχρεώσεων |
to enter the revenue in the accounts | τα έσοδα λαμβάνονται υπόψη |
to enter the revenue of a financial year in the accounts for the financial year | λαμβάνω υπόψη τα έσοδα ενός οικονομικού έτους για αυτό το οικονομικό έτος |
Environmental Resource Accounting | λογιστική περιβαλλοντικών πόρων |
EPU units of account | λογιστικές μονάδες E.E.Π. |
European Unit of Account | ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα |
exact account of commitments and authorizations | ακριβής λογιστική καταγραφή των αναλήψεων και των εντολών πληρωμής |
Exchange Equalization Account | Λογαριασμός Συναλλαγματικής Eξίσωσης |
expenditure accounts | λογαριασμοί επιβαρύνσεων εξόδων |
expenditure booked to the accounts for a financial year | δαπάνες που καταλογίζονται στους λογαριασμούς ενός οικονομικού έτους |
expenditure not yet entered in the accounts | δαπάνες που δεν έχουν ακόμη καταχωρηθεί στους λογαριασμούς |
external account | εξωτερικοί λογαριασμοί |
extrabudgetary accounts | λογαριασμοί εκτός προϋπολογισμού |
falsification of accounting records | παραποίηση των λογιστικών εγγραφών |
fiduciary account | καταπιστευματικός λογαριασμός |
final consolidated accounts | ενοποιημένοι οριστικοί λογαριασμοί |
financial account | λογαριασμός χρηματοπιστωτικών συναλλαγών |
financial accounting standard | λογιστικές αρχές |
financial accounting standard | γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές |
Financial Control-Accounting Department | Υπηρεσία χρηματοπιστωτικός έλεγχος/λογιστική |
financial year for which accounts have been closed | οικονομικό έτος για το οποίο έχουν κλείσει οι λογαριασμοί |
financial year for which the accounts have been closed | οικονομικό έτος του οποίου οι λογαριασμοί έχουν εκκαθαριστεί |
financial year for which the accounts have been closed | οικονομικό έτος για το οποίο έχει γίνει εκκαθάριση |
first subsidiary account number | δευτερεύων λογαριασμός αριθ.1 |
fixed asset account | λογαριασμός παγίου |
fixed capital accounts | λογαριασμοί μονίμων κεφαλαίων |
foreign currency account | λογαριασμός σε ξένο συνάλλαγμα |
to forward the revenue and expenditure account to the European Parliament | διαβιβάζω το λογαριασμό διαχειρήσεως στο Κοινοβούλιο |
general accounting | γενική λογιστική |
general accounting | γενικό λογιστήριο |
general accounts | γενική λογιστική |
General Resources Account | Λογαριασμός Γενικών Πόρων |
generation of income account | λογαριασμός δημιουργίας εισοδήματος |
generational accounting | λογιστική των γενεών |
giro account | ενοποιημένος λογαριασμός εξόδων |
giro account | τρεχούμενος λογαριασμός |
global account | παγκόσμιος λογαριασμός |
Gold parity unit of account | λογιστική μονάδα ισοτιμίας σε χρυσό |
gold substitution account | λογαριασμός υποκατάστασης χρυσού |
gold unit of account | λογιστική μονάδα χρυσού |
goods and services account | λογαριασμός αγαθών και υπηρεσιών |
goods released for free circulation at a reduced or zero rate of import duty on account of their end-use | εμπόρευμα που έχει τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία με μειωμένο ή μηδενικό εισαγωγικό δασμό λόγω του προορισμού του για ειδικούς σκοπούς |
green national accounts | πράσινοι εθνικοί λογαριασμοί |
guarantee account | εγγυητικός λογαριασμός |
guarantee account | εγγυητικό κεφάλαιο |
guarantee accounts | λογαριασμοί εγγυήσεως |
guarantee cover account | εγγυητικός λογαριασμός |
guarantee fund account | λογαριασμός εγγυητικού κεφαλαίου |
holding account | ειδικός δεσμευμένος λογαριασμός |
home account | λογαριασμός στην ΚΤ |
hybrid accounting method | υβριδική λογιστική μέθοδος |
hybrid accounting method | μικτή λογιστική μέθοδος |
immediate-response account | λογαριασμός άμεσης ανταπόκρισης |
imprest account | πάγια προκαταβολή |
imprest-account manager | υπόλογος παγίων προκαταβολών |
imprest account procedure | διαδικασία των πάγιων προκαταβολών |
imprest accounts | πάγιες προκαταβολές |
income accounts | λογαριασμοί προϊόντων |
income and expenditure account | λογαριασμός εσόδων και εξόδων |
individual account identification | αριθμός λογαριασμού |
individual own-account share | μεμονωμένο ποσοστό |
individual retirement account | αποταμίευση προσωπικής σύνταξης |
individual safekeeping account | ειδικός λογαριασμός μετάλλου |
interbank term account | προθεσμιακός διατραπεζικός λογαριασμός |
interim account | προσωρινός λογαριασμός |
International Accounting Standard | διεθνή λογιστικά πρότυπα |
International Accounting Standard | διεθνές λογιστικό πρότυπο |
IRA/Keogh accounts | λογαριασμοί με φορολογική απαλλαγή των τόκων |
IRA/Keogh accounts | λογαριασμοί IRA/Keogh |
joint account deposits | καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό |
joint account | κοινός λογαριασμός |
keeping of the accounts | τήρηση των λογιστικών βιβλίων |
keeping of the accounts | τήρηση της λογιστικής |
keeping of the accounts | τήρηση του λογιστηρίου |
liaison account | λογαριασμός τάξεως |
liaison giro account | τρέχων ταχυδρομικός λογαριασμός ανταλλαγής |
LNG account | λογαριασμός ΥΦΑ |
Loro account | λογαριασμός Vostro |
loro account | λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης |
loro account | λογαριασμός Loro |
loro account | λογαριασμός Vostro |
Loro account | λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης |
Loro account | λογαριασμός Loro |
LPG account | λογαριασμός ΥΑΠ |
management account | λογαριασμός κινητών αξιών προς διαχείριση |
management accounting | κοστολόγηση |
management accounting and costing system | σύστημα λογιστικής διαχείρισης και κοστολόγησης |
mandatory redemption account | υποχρεωτικός λογαριασμός εξόφλησης |
mandatory redemption account | υποχρεωτικός λογαριασμός εξαγοράς |
mandatory redemption account | υποχρεωτικά μειούμενο αμοιβαίο κεφάλαιο |
margin account | λογαριασμός περιθωρίου |
mark to market accounting | αποτίμηση βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς |
memorandum account | λογαριασμός τάξεως |
metal account | λογαριασμός μετάλλου |
minimum account balance | ελάχιστο υπόλοιπο λογαριασμού |
mirror account | αντικριζόμενοι λογαριασμοί |
miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες οφειλές |
miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες οφειλές και απαιτήσεις εξοφλητέες σε μελλοντικές χρήσεις |
miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | λογαριασμοί διαφόρων εξόδων,προεισπραττόμενα έσοδα και δεδουλευμένα έξοδα |
miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | διάφορα έξοδα |
miscellaneous accounts,deferred income and accrued expenses | άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές |
money market demand account | λογαριασμός ζήτησης χρηματαγοράς |
monthly statement of accounts | μηνιαία κατάσταση των λογιστικών εγγράφων |
national accounts aggregate | συνολικό μέγεθος εθνικών λογαριασμών |
National Plan of Accounts | Επίσημο Λογιστικό Πρόγραμμα |
Negotiable Order of Withdrawal Account | λογαριασμός διαπραγματεύσιμων εντολών ανάληψης |
Negotiable Order of Withdrawal Account | λογαριασμός ΔEA |
net total amount standing on the B accounts | καθαρό συνολικό ποσό που εμφανίζεται στη λογιστική Β |
nostro account | λογαριασμός Nostro |
Nostro account | λογαριασμός Nostro |
notes on the accounts | παράρτημα στην ετήσια χρηματοδοτική κατάσταση |
NOW account | λογαριασμός διαπραγματεύσιμων εντολών ανάληψης |
NOW account | λογαριασμός ΔEA |
Nuclear Safety Account | λογαριασμός πυρηνικής ασφάλειας |
number custody account | ενάριθμος λογαριασμός κατάθεσης |
numbered account | ενάριθμος λογαριασμός κατάθεσης |
offset account | λογαριασμός τάξεως |
oil account | λογαριασμός πετρελαίου |
one-day notice interest-bearing account | τοκοφόρος λογαριασμός με προειδοποίηση μιας ημέρας |
on-line accounting system | λογιστικό σύστημα άμεσης επικοινωνίας |
open an account | ανοίγω λογαριασμό |
opening of a current account credit facility | άνοιγμα πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό |
opening of current account credit facilities | άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό |
operating account | λογαριασμός εκμεταλλεύσεως |
operation of imprest accounts | λειτουργία των πάγιων προκαταβολών |
ordinary open safe custody account | λογαριασμός ασφαλούς φύλαξης |
outturn accounts | λογαριασμοί αποτελεσμάτων |
overdraft on current account | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
to overdraw an account | κάνω υπερανάληψη |
own-account | για ίδιο λογαριασμό |
own-account fixed capital formation | επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό |
own account trading | συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό |
owner's equity account | λογαριασμός κεφαλαίου |
parity of the currency of a Member State in relation to the unit of account | ισοτιμíα του νομíσματος ενóς κράτους μέλους έναντι της λογιστικής μονάδας |
payment account | λογαριασμός πληρωμής |
payment on account | καταβληθείσα προκαταβολή |
payment on account | πληρωμή έναντι λογαριασμού |
position in the accounts | λογιστική |
position in the accounts | λογιστική κατάσταση |
position in the accounts | λογαριασμοί |
post office account | τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός |
post office account | λογαριασμός ταχυδρομικών επιταγών |
post office giro account | λογαριασμός ταχυδρομικών επιταγών |
post office giro account | τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός |
prepayment account | ρυθμιστικός λογαριασμός |
presenting and auditing accounts | απόδοση και εξέλεγξη των λογαριασμών |
presenting and auditing accounts | η απόδοση και ο έλεγχος των λογαριασμών |
presenting and auditing accounts | απόδοση και έλεγχος των λογαριασμών |
presenting the accounts | απόδοση των λογαριασμών |
primary account number | Αριθμός Βασικού Λογαριασμού |
principle of unit of account | αρχή ενιαίας νομισματικής μονάδας |
procedure for opening, administering and using accounts | όροι ανοίγματος, λειτουργίας και χρησιμοποίησης του λογαριασμού |
procedure for opening, administering and using accounts | όροι ανοίγματος,λειτουργίας και χρησιμοποιήσεως των λογαριασμών |
procedure for presenting and auditing accounts | λεπτομέρειες που αφορούν την απόδοση και τον έλεγχο των λογαριασμών |
production account | λογαριασμός παραγωγής |
profit and loss account | αποτελέσματα χρήσεως |
profit and loss account | λογαριασμός κερδών και ζημιών |
quota expressed in units of account | ποσόστωση που εκφράζεται σε λογιστικές μονάδες |
receipts and payments account | λογαριασμός εσόδων και εξόδων |
receivable account | χρεωστικός λογαριασμός |
received on account | απόδοση του ενεργητικού |
recipient account | ο λογαριασμός που πιστώνεται |
reciprocal account | λογαριασμός Nostro |
to reconcile accounts | εκκαθαρίζω λογαριασμούς |
reconciliation of bank accounts | συμφωνία τραπεζικών λογαριασμών |
to record in the accounts | καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω |
reference for the account owner bank | στοιχεία αναφοράς για την Τράπεζα του δικαιούχου λογαριασμού |
reimbursement account identification | στοιχεία αναγνώρισης λογαριασμού πληρωμής |
reliability of the accounts | ακρίβεια των λογαριασμών |
rendering of accounts | απόδοση των λογαριασμών |
to replenish the accounts | τροφοδοτώ τους λογαριασμούς |
to replenish the imprest accounts | τροφοδοτώ τις πάγιες προκαταβολές |
reserve account | λογαριασμός ελάχιστων αποθεματικών |
Reserve account | Λογαριασμός ελάχιστων αποθεματικών |
rest of the world account | λογαριασμός της αλλοδαπής |
rest-of-the-world account | λογαριασμός "λοιπός κόσμος" |
Retirement Reserve Account | αποθεματικός λογαριασμός συνταξιοδότησης |
revaluation account | λογαριασμός αναπροσαρμογής |
revaluation accounts | λογαριασμοί αναπροσαρμογής |
revenue and expenditure account | λογαριασμός διαχειρίσεως |
rule of the unit of account | κανόνας της λογιστικής μονάδας |
run-off year of account | μεταβατική εταιρική χρήση |
safe custody account | λογαριασμός ασφαλούς φύλαξης |
safe-keeping account | λογαριασμός φύλαξης/παρακαταθήκης |
satellite account | συμπληρωματικός λογαριασμός |
satellite environment accounts | παρελκόμενοι λογαριασμοί περιβάλλοντος |
sectional account | υπολογαριασμός |
securities account | λογαριασμός αξιογράφων |
sending account | ο λογαριασμός που εμβάζει |
separate accounts | χωριστή λογιστική |
set of analytical accounts | αναλυτική λογιστική |
settlement account | λογαριασμός τακτοποίησης |
settlement account | λογαριασμός διακανονισμού |
Settlement account | Λογαριασμός διακανονισμού |
settlement of accounts | εκκαθάριση λογαριασμών |
settling of accounts | εκκαθάριση λογαριασμών |
share premium account | λογαριασμός αποθεματικού από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο |
share premium account | διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο |
Simplified Accounts for the Nation | απλουστευμένοι εθνικοί λογαριασμοί |
special account | ειδικός λογαριασμός |
Special Account of Guarantees of Agricultural Products | Ειδικός Λογαριασμός Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων |
Special Disbursement Account | Eιδικός λογαριασμός Eκταμιεύσεων |
Special Drawing Account | Λογαριασμός Eιδικών Tραβηκτικών Δικαιωμάτων |
Special Drawing Account | Λογαριασμός Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων |
Special Drawing Rights Account | Λογαριασμός Eιδικών Tραβηκτικών Δικαιωμάτων |
Special Settlement Account | Eιδικός Λογαριασμός Διακανονισμού |
to square accounts | εκκαθαρίζω λογαριασμούς |
State General Accounting Office | Γενικό Λογιστήριο του Κράτους |
statement of account | αντίγραφο κίνησης λογαριασμού |
statement of accounts | απόδοση των λογαριασμών |
statement showing the movements and balances of the accounts | ισοζύγιο των κινήσεων των λογαριασμών και των υπολοίπων |
statement showing the movements and balances of the accounts | ισοζύγιο κινήσεως και υπολοίπων λογαριασμών |
statements showing the movements and balances of the accounts | ισοζύγιο κινήσεων λογαριασμών και υπολοίπων |
stock account | λογαριασμός αποθεμάτων |
stock-account of the goods | λογιστικό σύστημα παρακολούθησης των εμπορευμάτων |
stock accounts | λογιστική αποθήκης |
sub-account | υπολογαριασμός |
submission of accounts | απόδοση των λογαριασμών |
to submit the accounts of the preceding financial year | η Επιτροπή καταθέτει τους λογαριασμούς του διαρρεύσαντος οικονομικού έτους |
subsequent entry in the accounts | βεβαίωση εκ των υστέρων |
subsidiary account number one | δευτερεύων λογαριασμός αριθ.1 |
subsidiary account number two | δευτερεύων λογαριασμός αριθ.2 |
Subsidy Account | λογαριασμός επιδότησης |
Substitution Account | λογαριασμός υποκατάστασης |
sum on account | τμηματική εξόφληση |
sum on account | τμηματική αποπληρωμή |
sum on account | δόσεις |
summary account of established entitlements | ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός των βεβαιωθέντων εσόδων |
supporting documents pertaining to the accounts | αιτιολογικά έγγραφα σχετικά με τη λογιστική |
suspense account | λογαριασμός τάξεως |
suspense account | εκκρεμής λογαριασμός |
suspense account | λογαριασμοί τάξεως |
suspense account | προσωρινός λογαριασμός |
syndicate account | λογαριασμός των συμπράξεων |
system of accounting classification | λογιστική ονοματολογία |
system of accounts | οικονομικές καταστάσεις |
system of accounts | λογαριασμοί |
System of National Accounts | Σύστημα Εθνικών Λογαριασμών |
tax adjustment account | λογαριασμός φορολογικών αναπροσαρμογών |
term deposit account | λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας |
the accounts may be itemized | οι λογαριασμοί είναι δυνατόν να είναι λεπτομερείς |
the accounts relating to the implementation of the budget | οι λογαριασμοί που αναφέρονται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού |
the binding shall be taken into account | η παγιοποίηση αυτή λαμβάνεται υπ'όψη |
the revenue and expenditure ... shall be budgeted for in a special account | τα έσοδα και τα έξοδα...προβλέπονται σε ειδική κατάσταση |
the revenue and expenditure shall be budgeted for in a special account | τα έσοδα και τα έξοδα προβλέπονται σε ειδική κατάσταση |
the value corresponding to the parity in relation to the unit account | η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδα |
transparency of accounts | διαφάνεια των λογαριασμών |
treasury account | λογαριασμός του δημοσίου ταμείου |
truncated cash-flow method with tax calculation account | μέθοδος περιορισμού των εισροών-εκροών μέσω υπολογισμού των φόρων |
trust account | λογαριασμός διαχείρισης |
Trust Fund Cash Account | Λογαριασμός Διαθεσίμων Tαμείου Kαταπιστευμάτων |
trustee account | λογαριασμός διαχείρισης |
T2S project account | λογαριασμός έργου T2S |
type of account and service restriction-PAN | περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών βασικού λογαριασμού |
type of account and service restriction-SAN-1 | περιορισμοί είδους λογαριασμού και υπηρεσιών δευτερεύοντος λογαριασμού.1 |
unallocated account | γενικός λογαριασμός μετάλλου |
underwriting account | λογαριασμός εκμετάλλευσης |
uniform system of accounts | εναρμονισμένο λογιστικό σχέδιο |
unit of account | λογιστική μονάδα |
unit of account | ενιαία νομισματική μονάδα |
unit of account of the budget | λογιστική μονάδα του προϋπολογισμού |
unit of account of the institutions of the European Communities | λογιστική μονάδα των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
use of income account | λογαριασμός χρήσης εισοδήματος |
vostro account | λογαριασμός Loro |
vostro account | λογαριασμός Vostro |
vostro account | λογαριασμός ξένης τράπεζας τηρούμενος σε ελληνική τράπεζα,ανταποκρίτρια της πρώτης |