Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Greek
Italian
Portuguese
Swedish
Terms
for subject
Transport
containing
του συγκριτή τ
|
all forms
English
Greek
A.T.C.
αυτόματη διάταξη ακινητοποίησης των αμαξοστοιχιών
A.T.C.
αυτόματη συσκευή ακινητοποίησης των αμαξοστοιχιών
A.T.C.
αυτόματη ακινητοποίηση των αμαξοστοιχιών
A.T.O.M.I.C
αυτόματη λειτουργία συρμών με την βοήθεια μικρο-υπολογιστή
C.I.T.
Διεθνής Επιτροπή Σιδηροδρομικών Μεταφορών
C.T.C.
κεντρικός έλεγχος της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών
don't tip
μην ανατρέπετε
don't tip
αυτή η πλευρά προς τα πάνω
inverted "T" shaped track girder
σιδηροδρομική δοκός τύπου "αντεστραμμένου Τ"
landing T
Τ προσγειώσεως
landing-T
ανεμοδείκτης σχήματος Τ
N.R.T
κόροι καθαρής χωρητικότητας
special tariff for part-load consignment between 1 and 5 t
ειδικό τιμολόγιο μαζικών αποστολών εμπορευμάτων
S.S.T.aircraft
αεροπλάνο S.S.T
S.S.T.aircraft
ΥΕΑ
S.S.T.airplane
ΥΕΑ
S.S.T.airplane
αεροπλάνο S.S.T
S.S.T.plane
ΥΕΑ
S.S.T.plane
αεροπλάνο S.S.T
T strap
σιδηροδοκός T
T-bar
ράβδος "Τ"
T-bar housing
υποδοχή της ράβδου "Τ"
T.E.E.
Ομάδα Διευρωπαϊκών υπερταχέων αμαξοστοιχειών
TEN-T Core Network
κεντρικό δίκτυο
trailer with p.t.o.drive
ρυμούλκα με κινητήριους τροχούς
T-type temporary-use spare tyre
εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης τύπου Τ
wind-T
Τ προσγειώσεως
Get short URL