DictionaryForumContacts

Morphology analysis
διαμερισμα (261) | Verb
διαμερισμα
διαμερισμα | Part of speech - not selected
διαμερισμα
διαμερισμα | Noun
διαμερισμα singular, nominative singular, nominative
διαμερισμα | Adjective
διαμερισμα singular, nominative, Αρσενικό singular, nominative, Αρσενικό
διαμερισμω (2) | Verb
1 διαμερισμω
2 εδιαμερισμα
3 διαμερισμε
4 διαμερισμεις
5 εδιαμερισμες
6 διαμερισμε
7 διαμερισμει
8 εδιαμερισμε
9 διαμερισμε
10 διαμερισμουμε
11 διαμερισμαμε
12 διαμερισμεtε
13 διαμερισμεtε
14 διαμερισμαtε
15 διαμερισμεtε
16 διαμερισμουν
17 εδιαμερισμαν
18 εtεδιαμερισμω
19 εδιαμερισμα
20 διαμερισμεις
21 εδιαμερισμες
22 διαμερισμε
23 διαμερισμει
24 εδιαμερισμε
25 διαμερισμε
26 διαμερισμουμε
27 διαμερισμαμε
28 διαμερισμtε
29 διαμερισμεtε
30 διαμερισμαtε
31 διαμερισμtε
32 διαμερισμουν
33 εδιαμερισμαν
34 tεδιαμερισμει
35 διαμερισμει
36 διαμερισμει
37 διαμερισμει
38 διαμερισμει
39 διαμερισμει
40 διαμερισμει
41 διαμερισμει
42 διαμερισμει
43 διαμερισμει
44 διαμερισμει
45 διαμερισμει