DictionaryForumContacts

Morphology analysis
μακροπαλιρροιακος (3) | Part of speech - not selected
μακροπαλιρροιακος
μακροπαλιρροιακος | Verb
μακροπαλιρροιακος
μακροπαλιρροιακος | Adjective | auto added
μακροπαλιρροιακος singular, nominative, Αρσενικό singular, nominative, Αρσενικό