DictionaryForumContacts

Morphology analysis
ανανεωνω (17) | Verb
1 ανανεωνω
2 εανανεωνα
3 ανανεωνε
4 ανανεωνεις
5 εανανεωνες
6 ανανεωνε
7 ανανεωνει
8 εανανεωνε
9 ανανεωνε
10 ανανεωνουμε
11 ανανεωναμε
12 ανανεωνεtε
13 ανανεωνεtε
14 ανανεωναtε
15 ανανεωνεtε
16 ανανεωνουν
17 εανανεωναν
18 εtεανανεωνω
19 εανανεωνα
20 ανανεωνεις
21 εανανεωνες
22 ανανεωνε
23 ανανεωνει
24 εανανεωνε
25 ανανεωνε
26 ανανεωνουμε
27 ανανεωναμε
28 ανανεωνtε
29 ανανεωνεtε
30 ανανεωναtε
31 ανανεωνtε
32 ανανεωνουν
33 εανανεωναν
34 tεανανεωνει
35 ανανεωνει
36 ανανεωνει
37 ανανεωνει
38 ανανεωνει
39 ανανεωνει
40 ανανεωνει
41 ανανεωνει
42 ανανεωνει
43 ανανεωνει
44 ανανεωνει
45 ανανεωνει