DictionaryForumContacts

Morphology analysis
μετριαζω (10) | Verb
1 μετριαζω
2 εμετριαζα
3 μετριαζε
4 μετριαζεις
5 εμετριαζες
6 μετριαζε
7 μετριαζει
8 εμετριαζε
9 μετριαζε
10 μετριαζουμε
11 μετριαζαμε
12 μετριαζεtε
13 μετριαζεtε
14 μετριαζαtε
15 μετριαζεtε
16 μετριαζουν
17 εμετριαζαν
18 εtεμετριαζω
19 εμετριαζα
20 μετριαζεις
21 εμετριαζες
22 μετριαζε
23 μετριαζει
24 εμετριαζε
25 μετριαζε
26 μετριαζουμε
27 μετριαζαμε
28 μετριαζtε
29 μετριαζεtε
30 μετριαζαtε
31 μετριαζtε
32 μετριαζουν
33 εμετριαζαν
34 tεμετριαζει
35 μετριαζει
36 μετριαζει
37 μετριαζει
38 μετριαζει
39 μετριαζει
40 μετριαζει
41 μετριαζει
42 μετριαζει
43 μετριαζει
44 μετριαζει
45 μετριαζει