DictionaryForumContacts

   Slovene Greek
A B C Č D E F G H I J K L M N O P R S Š T U V W X Y Z Ž   <<  >>
Terms for subject Energy industry (276 entries)
inštalirana moč εγκαταστημένη ισχύς
Instrument EU za varnost preskrbe z energijo in energetsko infrastrukturo κοινοτικό μέσον ενεργειακής ασφάλειας και υποδομής
integrirano uplinjevalni kombinirani cikel συνδυασμένος κύκλος ολοκληρωμένης αεριοποίησης άνθρακα
Inteligentna energija ευφυής ενέργεια
inteligentni merilni sistem ευφυές σύστημα μέτρησης
internalizacija eksternih stroškov εσωεπιχειρησιακός καταλογισμός του εξωτερικού κόστους
internalizacija eksternih stroškov εσωτερίκευση των εξωτερικών στοιχείων κόστους
internalizacija eksternih stroškov εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους
internalizacija zunanjih stroškov εσωεπιχειρησιακός καταλογισμός του εξωτερικού κόστους
internalizacija zunanjih stroškov εσωτερίκευση των εξωτερικών στοιχείων κόστους
internalizacija zunanjih stroškov εσωτερικοποίηση του εξωτερικού κόστους
internalizirati okoljske stroške εσωτερικοποιώ το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος
internalizirati okoljske stroške καταλογίζω εσωεπιχειρησιακά το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος
izboljšanje energetske učinkovitosti βελτίωση ενεργειακής απόδοσης
izboljšano pridobivanje nafte βελτιωμένη ανάκτηση πετρελαίου
izboljšano pridobivanje ogljikovodikov ενισχυμένη ανάκτηση υδρογονανθράκων
jedrska oprema πυρηνικός εξοπλισμός
južni plinski koridor Νότιος διάδρομος μεταφοράς φυσικού αερίου
kodeks omrežij κώδικας του δικτύου
koeficient učinkovitosti συντελεστής θερμικής απόδοσης