DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J L M N O P Q R S T V Z   >>
Terms for subject Insurance (2166 entries)
aceptación idéntica απόλυτη ευθυγράμμιση
acreditar doscientas horas de trabajo δικαιολογώ διακόσιες ώρες εργασίας
acreditar doscientas horas de trabajo αποδεικνύω διακόσιες ώρες εργασίας
acreditar el periodo de cotización mínimo αποδεικνύω την καταβολή των ελάχιστων εισφορών
acreditar la existencia de una afección cubierta por el seguro αποδεικνύω την ύπαρξη μιας ασθένειας που καλύπτεται από την ασφάλιση
acreedor preferente πιστωτής αυξημένης εξασφάλισης
acreedor preferente προνομιακός πιστωτής
acreedor privilegiado προνομιακός πιστωτής
acreedor privilegiado πιστωτής αυξημένης εξασφάλισης
activo ενεργητικό
activos congruentes αντιλογισμός
acuerdo con el abridor έγκριση του ηγέτη ασφαλιστή
acuerdo con el suscriptor έγκριση του ηγέτη ασφαλιστή
acuerdo conjunto de cascos κοινή επιτροπή για θέματα του κλάδου των πλοίων
acuerdo de a bordo συμφωνία για αντικείμενα μεταφερόμενα διά θαλάσσης
acuerdo de conveniencia ρύθμιση "ομπρέλα"
acuerdo de indemnización paritaria συμφωνία ισομερούς κατανομής δαπανών
acuerdo de la agencia πρακτορειακή σύμβαση
acuerdo de las partes συμφωνία δύο ασφαλιστικών εταιριών για το διακανονισμό ζημιών ασφαλισμένων τους
acuerdo de pagos sucesivos δομημένος διακανονισμός