Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
B
C
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
À
<<
>>
Terms for subject
General
(26674 entries)
trémie
κατακόρυφη
(συνήθως)
διέλευση τεχνικών εγκαταστάσεων
trempage
διαποτισμός
trempe de la masse en fusion
φαινόμενο απόσβεσης του τήγματος
trempe des déchets vitrifiés
υδαρή υγρά απόβλητα από τη θέρμανση υαλοποιημένων αποβλήτων
trempe du combustible en fusion
φαινόμενο απόσβεσης του τήγματος
tremplin de saut
πίστα χιονοδρομικού άλματος
trepan a cones
κωνικό λαξευτήρι
trepan a deux ailettes
δίπτερο λαξευτήρι
trepan a disques
λαξευτήρι δίσκου
trepan a joues
σιαγωνοφόρο λαξευτήρι
trepan a oreilles
κλιμακωτό λαξευτήρι
trepan a quatre ailettes
τετράπτερο λαξευτήρι
trepan a trois ailettes
τρίπτερο λαξευτήρι
trepan elargisseur
τρυπάνι διεύρυνσης
trepan en fourche
τρυπάνι με περονόμορφη κεφαλή
trepan pilote
λαξευτήρι οδηγός
trepan type normal
σιαγωνοφόρο λαξευτήρι
très grands circuits intégrés
ολοκληρωμένα κυκλώματα πολύ μεγάλων επιφανειών
très secret
άκρως απόρρητος
très toxiqèue: danger d'effets irréversibles très graves par inhalation et par contact avec la peau
πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Get short URL