DictionaryForumContacts

   French Greek
B C DF G H I J K L M N O P Q R S T U V W XZ À Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô Œ Û Ü Ú Ù Ÿ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3852 entries)
travailleurs frontaliers μεθοριακοί εργαζόμενοι
travailleuse εργαζόμενη
travailleuse εργαζόμενη γυναίκα
travailleuse accouchée εργαζόμενη λεχώνα
travaux de battage εργασίες έμπηξης πασσάλων
travaux de cloisonnement εργασίες εσωτερικών χωρισμάτων
travaux de drainage έργα αποστράγγισης
travaux en atelier κατασκευαυστικές εργασίες
travaux en atelier κατεργασία στο εργοστάσιο
travaux légers ελαφρά εργασία
travaux pénibles επίπονη εργασία
trayeur à la tâche εργάτης αρμέγματος
trayeur de vachesL εργάτης αρμέγματος
trébuchement sur le dispositif de liaison πρόσκρουση στη διάταξη σύνδεσης
tréfileur συρματουργός
treizième mois δέκατος τρίτος μισθός
tresseur de fascines τοποθετητής ξυλίνου πλέγματος
tricoteur rectiligne à main πλέκτης χειροκινήτου μηχανής
tricoteur sur machine Cotton πλέκτης βαμβακερών
tricoteur sur machines rectilignes à moteurB πλέκτης αυτόματης μηχανής