Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y
Z
À
Á Â Æ Ç É È Ê Ë Î Ì Í Ï Ñ Ó Ò Ô
Œ
Û Ü Ú Ù Ÿ
<<
>>
Terms for subject
Law
(19864 entries)
scission de marché
κατάτμηση ενός συμφωνητικού
scission par absorption
διάσπαση μέσω απορρόφησης
scolarité obligatoire
υποχρεωτική εκπαίδευση
scrutin postal secret
μυστική ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου
scrutin secret par correspondance
μυστική ψηφοφορία μέσω ταχυδρομείου
se conformer à l'invitation de l'Office
συμμορφώνομαι προς την πρόσκληση του Γραφείου
se déssaisir
απεκδύομαι της αρμοδιότητάς μου
se dessaisir
κρίvω στι είμαι αvαρμσδιoς
se dessaisir
διαπιστώνω την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας μου
se dessaisir
διαπιστώνω την αναρμοδιότητά μ ου
se dessaisir
απεκδύoμαι της αρμoδιστητάς μoυ
se dessaisir en faveur de la juridiction première saisie
διαπιστώνω την αναρμοδιότητά μου υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου
se mutiner
στασιάζω
se pourvoir
ασκώ ένδικο βοήθημα
se pourvoir en appel
ασκώ έφεση
se présenter au pointage
εμφανίζομαι στον έλεγχο εισόδου με κάρτα
se prévaloir d'une décision judiciaire auprès de tout intéressé
επικαλούμαι δικαστική απόφαση έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου
se prévaloir de la priorité d'un dépôt antérieur
διεκδίκηση της προτεραιότητας μιας προγενέστερης κατάθεσης
se prévaloir de la priorité d'une demande antérieure
διεκδίκηση της προτεραιότητας μιας προγενέστερης κατάθεσης
se prévaloir des droits conférés par un brevet
ασκώ τα δικαιώματα που μου έχουν χορηγηθεί από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Get short URL