DictionaryForumContacts

   
Α Β Δ Ε Θ Κ Μ Ν Ο Π Σ Σ Τ Υ   >>
Terms for subject Employment (75 entries)
ειδικευμένη απασχόληση empleo cualificado
ειδικότητα destreza
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση garantizar a los trabajadores un nuevo empleo productivo
επαγγελματική δραστηριότητα actividad profesional
επαγγελματική ειδικότητα destreza
εποχική απασχόληση empleo estacional
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση trabajador muy desfavorecido
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα portal europeo de la movilidad profesional
Ευρωπαϊκό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες δημιουργίας θέσεων απασχόλησης Red europea de intercambio de información sobre el desarrollo local y las iniciativas locales de empleo
Ευρωπαϊκό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την τοπική ανάπτυξη και τις τοπικές πρωτοβουλίες για την απασχόληση Red europea de intercambio de información sobre el desarrollo local y las iniciativas locales de empleo
θέση μαθητευόμενου puesto de aprendiz
κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση orientaciones para las políticas de empleo de los Estados miembros
κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση Directrices para el Empleo
κατώτερος ναυτικός' ναύτης marinero
καθαρή αύξηση της απασχόλησης creación neta de empleo
καθαρή αύξηση θέσεων απασχόλησης creación neta de empleo
Μεγάλος Συνασπισμός για την ψηφιακή απασχόληση Gran Coalición para el Empleo Digital
μη αμειβόμενη εργασία empleo no remunerado
μη αμοιβόμενη απασχόληση empleo no remunerado
μη αμοιβόμενη απασχόληση trabajo no remunerado