DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (26674 entries)
κoιvή επoπτική αρ?ή autorité de contrôle commune
κτηματολογικά σχεδιαγράμματα états parcellaires
κτηνοτροφές fourrage
κτηνοτροφική μονάδα unité fourragère
κτηνοτροφικό καρότο carotte fourragère
κτήριο με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας bâtiment dont la consommation d'énergie est quasi nulle
κτίριο απομόνωσης bâtiment de confinement
κατ' αρχήν συμφωνία accord de principe
κατ' εντολή par délégation
κατ' εντολή par ordre
κατ'αποκλειστικότητα ανάθεση φορτίου réservation de cargaisons
κατ'αποκοπή τιμή forfait
κατ'αποκοπή τιμή prix global
κατ'αποκοπή γραμμική μείωση baisse forfaitaire linéaire
κατ'αποκοπή ενίσχυση aide forfaitaire
κατ'αποκοπή ποσό της εξαγοράς forfait de rachat
κατ'αποκοπήν ποσό εξαγοράς των δικαιωμάτων forfait de rachat
κατ'εξαίρεση à titre exceptionnel
κατ'επέκταση επιφάνεια limite extrapolée
κατ'οίκον επίσκεψη του ασθενούς visite