Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
French
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(26674 entries)
έκρηξη σε κλειστό περιβάλλον
explosion confinée
έκρηξη σκόνης
coup de poussière
έκρηξη σκόνης
explosion à poussière
εκρηξιμότητα
explosibilité
έκρηξις των εκρηκτικών συννέφων αερίων
détonation de nuages de gaz explosif
εκροή ραδονίου
exhalation du radon
εκσκαφέας που εργάζεται προς τα πίσω και φέρει σύστημα ανύψωσης φορτίων
rétroexcavatrice avec dispositif de levage de charges
εκσυγχρονισμός
réforme modernisatrice
εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης
modernisation de la fonction publique européenne
εκσυγχρονισμός των μεθόδων εργασίας
modernisation des méthodes de travail
εκσφενδονιζόμενο τεμάχιο θεωρούμενο κατά το σχεδιασμό
projectile de référence
εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο
projectile
εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο εσωτερικής προελεύσεως
projectile d'origine interne
εκφοβισμός μέσω διαδικτύου
harcèlement en ligne
εκφορτίζω
décharger
εκφράζω ελεύθερα και εν γνώσει τη συναίνεσή μου
consentement libre et éclairé
εκφράζω ελεύθερα και εν γνώσει τη συναίνεσή μου
consentement éclairé et libre
έκφραση της γνώμης του λαού
consultation de la population
εκφύματα ζαχαροτεύτλων
collet de betteraves à sucre
εκχείλιση
débordement
Get short URL