DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Energy industry (2323 entries)
τρέχουσα ισχύς ρεύματος intensité maximale admissible
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια troisième paquet législatif pour un marché intérieur du gaz et de l'électricité dans l'UE
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια troisième paquet "Énergie"
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ troisième paquet législatif pour un marché intérieur du gaz et de l'électricité dans l'UE
τρίτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ troisième paquet "Énergie"
τρίπτερη ανεμογεννήτρια éolienne tripale
τροφοδοτικό alimentation en énergie
τροφοδοτικό alimentation électrique
τροφοδοτικό αδιάκοπης παροχής source d'alimentation non interruptible
τροφοδοτικό αδιάλειπτης παροχής source d'alimentation non interruptible
τροφοδοτικό ισχύος alimentation en énergie
τροφοδοτικό ισχύος alimentation électrique
τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης alimentation en courant continu à haute tension
τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής ισχύος alimentation en fort courant continu
τροφοδοσία από το κύριο δίκτυο alimentation sur le secteur
τροφοδοσία ισχύος alimentation en énergie
τροφοδοσία ισχύος alimentation électrique
τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων filière de réacteurs
τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων filière nucléaire
τύποι πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας filières de centrales nucléaires