DictionaryForumContacts

   Greek French
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (26674 entries)
διαπεριφερειακή ομάδα "Δούναβης" groupe "Danube"
Διαπεριφερειακή ομάδα "Περιφέρειες της Βαλτικής Θάλασσας" groupe "Régions de la mer Baltique"
διαπεριφερειακή συμφωνία-πλαίσιο για συνεργασία accord-cadre interrégional de coopération
διαπεριφερειακή συνεργασία coopération interrégionale
διαπιστευτικός κανόνας règle d'accréditation
διαπιστευμένη αποστολή mission accréditée
διαπιστευμένος βοηθός assistant accrédité
διαπιστευμένος εγκατεστημένος αντιπρόσωπος représentant résident accrédité
διαπιστεύον κράτος Etat accréditant
διαπίστευση accréditation
διαπιστωθέντα ασθενή σημεία enseignements identifiés
διαπιστώνει με απόφαση constater par une décision
διαπιστώνω την έλλειψη απαρτίας constatation du quorum
διαπίστωση της καταληκτικής κατάστασης του μισθίου état des lieux de sortie
διαπίστωση της υπάρξεως του απαιτουμένου αριθμού constatation du quorum
διαπίστωση εκ πρώτη όψεως constat prima facie
διαπίστωση παράβασης détection des infractions
διαπίστωση ύπαρξης πλειοψηφίας constatation de l'existence d'une majorité
διαπλανητική πτήση vol interplanétaire
διαπλανητικός πύραυλος fusée interplanétaire