DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (16088 entries)
άτομο με ειδικές ανάγκες handicapé
άτομο με σωματική μειονεξία handicapé physique
άτομο μόνιμα εγκατεστημένο personne établie de façon durable
άτομο που απουσιάζει προσωρινά personne temporairement absente
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους personne travaillant à temps partiel durant toute l'année
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση aidant familial
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση aidant naturel
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση aidant proche
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση proche soignant
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση soignant naturel
άτυπη μορφή εργασίας travail atypique
άτυπη οικονομία économie informelle
άτυπος τομέας απασχόλησης secteur informel
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις concurrence informelle ou négociations directes
ατύχημα κατά τη μεταφορά accident de transport
ατυχήματα στο σπίτι accident domestique
αvάλυση ευαισθησίας analyse de sensibilité
αβασίλευτη δημοκρατία république
αβέβαιο κέρδος profit aléatoire
Αβρουζία Abruzzes