DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Health care (11499 entries)
ατομική ολοκλήρωση accomplissement individuel
ατομική ολοκλήρωση réalisation de soi
ατομική ψυχοθεραπεία psychothérapie individuelle
ατομικό δοσίμετρο dosimètre individuel
ατομικό δοχείο conteneur individuel
ατομικός εξοπλισμός για την αποφυγή των πτώσεων équipement individuel de protection contre les chutes
άτομο το οποίο φέρει τον ιό personne séropositive
άτομο το οποίο φέρει τον ιό porteur du VIH
άτομο εκτιθέμενο σε ακτινοβόληση λόγω της επαγγελματικής του απασχολήσεως travailleur exposé professionnellement
άτομο κανονικής ακοής auditeur otologiquement normal
άτομο με ακρωτηριασμένο χέρι amputé d'une main
άτομο με αναπηρία όρασης malvoyant
άτομο με αναπηρία όρασης personne ayant une déficience visuelle
άτομο με αναπηρία όρασης personne malvoyante
άτομο με ειδικές ανάγκες invalide
άτομο με προβλήματα όρασης malvoyant
άτομο με προβλήματα όρασης personne ayant une déficience visuelle
άτομο με προβλήματα όρασης personne malvoyante
άτομο μειωμένης κινητικότητας handicapé de l'appareil locomoteur
άτομο που αντιδρά θετικά στην ορολογική ανίχνευση personnes présentant une sérologie positive