DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
νομαρχία Präfektur
νομαρχιακή απόφαση Verfuegung des PraefektenF
νομική ή πραγματική κατάσταση rechtliche oder faktische Lage
νομική προστασία rechtlicher Schutz
Νομική Συμβουλευτική Ομάδα Beratungsgremium für Rechtsfragen
Νομική Υπηρεσία της Kυπριακής Δημοκρατίας "Law Office" der Republik
Νομικό συμβούλιο διαμερίσματος Bezirksschlichtungsrat
νομικός χαρακτηρισμός rechtliche Qualifikation
νομικός χαρακτηρισμός rechtliche Würdigung
νόμιμη άμυνα Selbstverteidigung
νόμιμο τέκνο eheliches Kind
νομιμότητα της ανακλήσεως του ευεργετήματος της εξαιρέσεως Rechtmäßigkeit des Entzugs des Vorteils der Freistellung
νομιμότητα ενός μέτρου Rechtmässigkeit einer Massnahme
νομιμότητα μιας πράξης Rechtmaessigkeit einer Massnahme
νόμιμος κάτοικος Person mit rechtmäßigem Wohnsitz
νόμιμος κύριος της περιουσίας rechtmäßiger Eigentümer
νόμισμα μιας χώρας Waehrung eines Landes
νομισματική ταυτότητα της Kοινότητας währungspolitische Identität der Gemeinschaft
Νομισματική επιτροπή (καθώς και αντικαταστάτες) Währungsausschuss (sowie Stellvertreter)
Νομισματική επιτροπή (συμβουλευτικού χαρακτήρα) Währungsausschuss