Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Environment
(17443 entries)
καταπολέμησις ελονοσίας
Massnahmen gegen Malaria
κατάποση
Nahrungsaufnahme
κατάρτιση
Schulung
κατάρτιση
(διαμόρφωση)
μοντέλου
Modellieren
κατάρτιση σε θέματα
Umweltausbildung
κατάργηση των ρυθμίσεων
Deregulation
κατάρρευση
Absinken
(geologisch)
κατάρρευση/υποχώρηση/καταβύθιση/καθίζηση/πύκνωση
Absinken (geologisch
καταστατικό κείμενο
Gesetzestext
καταστατικός δημόσιος φορέας
Staatsbetrieb
κατάσταση της ανάπτυξης
Entwicklungsstand
κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικοτόπου
Erhaltungszustand eines natürlichen Lebensraums
κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικοτόπου
Erhaltungszustand eines natürlichen Lebensraumes
κατάσταση της οικολογικής κρίσης
krisenhafte Umweltverhältnisse
κατάσταση της ύλης
Aggregatzustand
κατάσταση της χλωρίδας
Brennbarkeit der Vegetation
κατάσταση του περιβάλλοντος
ökologischer Zustand
Κατάσταση του περιβάλλοντος
Stand der Umweltsituation
κατάσταση του περιβάλλοντος
Stand der Umweltsituation
κατάσταση του περιβάλλοντος
Umweltlage
Get short URL