DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Medical (122679 entries)
διαπεραστική υπόθεσις Penetrationshypothese
διαπεραστικό ένζυμο Penetrationsenzym
διαπεραστικότητα Penetrabilität
διαπεραστικότητα Durchdringbarkeit
διαπεραστικότης Durchdringung
διαπεραστικότης Penetranz
διαπεραστικός penetrierend
διαπεραστικός durchdringend
διαπεραστικός πόνος Stich
διαπεραστικός πόνος Stechen
διαπεράση Permease
διαπεριτοναϊκή αιμοδιάλυσις Peritonealdialyse
διαπερνώ διαπέρασα penetrieren
διαπερνώ διαπέρασα durchdringen
διαπίδημα Dialysat
διαπιδυτική αιμορραγία Diapedeseblutung
διαπιδυτική αιμορραγία Durchtrittsblutung
διαπιδυτική αιμορραγία Haemorrhagia per diapedesin
διαπίδυση Dialyse
διαπίδυση Osmose