Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
αναλαμβάνω τον αλλοδαπό
einen Drittausländer zurücknehmen
αναλαμβάνω οικογενειακά βάρη
die Lasten eines Familienvorstands tragen
αναλάμπων φανός
Blinkfeuer
αναλγητικός
analgeticus
ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος
die Ausdehnung und Schrumpfung des Wassers auffangen
nehmen
ανάληψη ευθύνης
Eigenverantwortlichkeit
ανάληψη ευθύνης
Eigenverantwortung
ανάληψη υποχρεώσεων της συνολικής επιχορήγησης
Mittelbindung der Gesamtzuweisung
ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές
Preisverpflichtungen
ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές
Verpflichtungen bezüglich der Preise
αναλλοίωτο χαρτί
alterungsbeständiges Papier
ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας στον τόπο της εργασίας
auf Grund dienstlicher Erfordernisse oder auf Grund von Betriebssicherheitsvorschriften
ανάλογα με το βαθμό έκθεσης συνιστάται τακτική ιατρική εξέταση
abhängig vom Ausmaß der Exposition ist eine regelmäßige ärztliche Untersuchung erforderlich
αναλογία αέρα προς καύσιμο
Luft
αναλογία αέρος / καυσίμων
Luft
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό
Belastungsquote
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό
Gesamtlastquotient
αναλογία ενεργού προς μη ενεργό πληθυσμό
Lastquotient
αναλογική εκπροσώπηση
Verhältniswahl
αναλογικό σύστημα βάσει συνδυασμών
Verhältniswahl aufgrund von Listen
Get short URL