DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Politics (2761 entries)
σύνταξη επιζώντων Witwengeld
σύντομη προθεσμία kurze Frist
συντονιστές της επιτροπής της περιφερειακής πολιτικής Koordinatoren des Ausschusses für Regionalpolitik
Συντονιστής δράσης κατά της εμπορίας EU-Koordinator für die Bekämpfung des Menschenhandels
Συντονιστής δράσης κατά της εμπορίας Koordinator für die Bekämpfung des Menschenhandels
συντονιστής επιτροπής Ausschusskoordinator
συντονιστής προϊστάμενος μονάδων Referatsleiter mit Koordinierungsaufgaben
συντονιστικός μηχανισμός για τη μη στρατιωτική διαχείριση κρίσεων Koordinierungsmechanismus für die zivilen Aspekte der Krisenbewältigung
Συντονισμός της αντιτρομοκρατικής δράσης Koordinierung der Terrorismusbekämpfung
συναφείς αγωγές Verbindung
συναφείς αγωγές Verbindung von Rechtssachen
συναφείς αγωγές Verbindung von Verfahren
συνδεδεμένη επιτροπή assoziierter Ausschuss
συνδεδεμένο μέλος του ΔΝΤ assoziiertes Mitglied des IWF
Συνδιάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των Κρατών μελών Konferenz der Vertreter der Regierungen der Mitgliedstaaten
Συνδιάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των Κρατών μελών zwischenstaatliche Konferenz
Συνδιάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των Κρατών μελών Regierungskonferenz
Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη Konferenz über Sicherheit und Zusammenarbeit in Europa
συνεδριάζει σε ολομέλεια in Vollsitzungen tagen
συνεδριάζω εν ολομελεία als Plenum tagen