Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Law
(20234 entries)
στάση του διαδίκου
Verhalten einer Partei
στάση εργασίας
Arbeitseinstellung
στάση πληρωμών
Moratorium
σταυροειδές βολάν
Handkreuz
σταυροειδές βολάν
Handrad
στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
Absicherung gegen kriminelle Handlungen
στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
Kriminalitätssicherheit
στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
Sicherheit vor kriminellen Handlungen
στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
kriminalpräventive Bewertung
στεγανοποίηση των νομοθετικών κειμένων έναντι των εγκληματικών δραστηριοτήτων
kriminalpräventive Risikoabschätzung
στέγαση
Wohnung
στελεχική θέση
Aufsichtsposten
στελεχικό δυναμικό
Aufsichtsfuehrende
στελεχικό δυναμικό
Aufsichtspersonal
στελεχικό δυναμικό
Aufsichtspersonen
στέλεχος
Aufsichtskraft
στέλεχος
Aufsichtsperson
στέλεχος
gehobener Angestellter
στέλεχος απόδειξης
Kontrollabschnitt
στενά διεθνούς ναυσιπλοϊας
Meerengen, die der internationalen Schiffahrt dienen
Get short URL