DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
πρακτικά υπογραφής Protokoll über die Unterzeichnung
πρακτικά υπογραφής Unterzeichnungsprotokoll
πρακτικές δυσκολίες praktische Schwierigkeiten
πρακτικές στηv εφαρμoγή τoυ vόμoυ Praxen der Strafverfolgung
πρακτική της διπλής εκπροσώπησης bizephales Vorgehen
πρακτική εξάσκηση της επιστήμης wissenschaftliches Praktikum
πρακτική επίδειξη praktische Vorführung
πρακτικό Sitzungsprotokoll
πρακτικό Verhandlungsschrift
πρακτικό όριο απασχόλησης praktische Belegungsgrenze
Πρακτικός Οδηγός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων της ΕΕ Handbuch für Vergabeverfahren im Rahmen von EU-Außenmaßnahmen
πράκτορας Kommissionär
πρακτόρευση διαχειρίσεως Forfaitierung
πράκτωρ εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε πληρωμές Zahlstelle
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία Akt vom 20. September 1976 zur Einführung allgemeiner unmittelbarer Wahlen der Mitglieder des Europäischen Parlaments
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία Akt zur Einführung allgemeiner unmittelbarer Wahlen der Mitglieder des Europäischen Parlaments
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία Akt zur Einführung allgemeiner unmittelbarer Wahlen der Abgeordneten des Europäischen Parlaments
Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία Akt vom 20. September 1976 zur Einführung allgemeiner unmittelbarer Wahlen der Abgeordneten des Europäischen Parlaments
πράξη τρέχουσας διαχείρισης Rechtsakt der laufenden Verwaltung
πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεστεί προς δημόσιο όφελος aufopfernde Tat im Interesse des Gemeinwohls