Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Forestry
(3360 entries)
οργανικό υλικό
organischer Werkstoff
οργανισμοί
Organismus
όργανο μέτρησης τύλωσης
Gerät zum messen von Astbeulen
(Höhe)
οργάνωση συγκομιδής
Holzernteteam
οργώνω
Pflug
όρεγκον πάιν
Douglasie
ορεινή
Bergkiefer
ορεινή σημύδα
Gebirgsbirke
ορεινό δάσος οξυάς
Buchenwald im Berggebiet
ορθογωνισμένη ξυλεία ακτινικά
gerade geschnitten
ορθογωνισμένη ξυλεία με τσεκούρι
behauenes Holz
ορθογωνισμένο ξύλο
Balken
ορθοστάτης
Kransäule
ορθοστάτης μπούμας
Kransäule
όρια της περιοχής
Bestandesgrenzen
οριακό σημείο πίεσης
Druckabschaltung
οριζόντια κατευθυντική τομή
Fallkerbsohle
οριζόντιος
eben
όριο
Grenzwert
όριο ασφαλείας
Sicherheitsabstand
Get short URL